Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
άκουσα με μεγάλη προσοχή την ομιλία του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η οποία πράγματι χρήζει μελέτης. Κι αυτό διότι αναδεικνύει περίτρανα το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει, όχι μόνο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αλλά όλες οι δυνάμεις εκείνες που συγκρότησαν πέρυσι τέτοιο καιρό το κίνημα «Μένουμε Ευρώπη», βασιζόμενοι σε μια λαθεμένη, απολύτως λαθεμένη, όπως έδειξαν τα πράγματα, πολιτική εκτίμηση, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρυφό σχέδιο να οδηγήσει τη χώρα έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έξω από την ευρωζώνη, έξω από το ευρώ.
Και σε όλη την προηγούμενη φάση της σκληρής διαπραγμάτευσης, όταν είχαμε πάρει εντολή λαϊκή για αυτό, η στρατηγική τους ήταν από τη μια να λένε ότι οδηγούμε στα βράχια τη χώρα, από την άλλη να μας επισημαίνουν ότι υποχωρούμε έναντι των απαιτήσεων των δανειστών. ‘Ενας δυισμός ο οποίος διέτρεχε και τότε τη στρατηγική των κομμάτων της Αντιπολίτευσης και βεβαίως, τη Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά, τότε.
Διαψευστήκατε πλήρως. Το σχέδιό μας ήταν να διεκδικήσουμε και να ματώσουμε, για να τιμήσουμε την εντολή του ελληνικού λαού, για μια συμφωνία στο πλαίσιο των δυσμενών συσχετισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και βεβαίως, επανέρχεστε σήμερα σε αυτό το στρατηγικό χάσμα και το αδιέξοδο, διότι σήμερα δεν μπορείτε, προφανώς, να καταλογίσετε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει σχέδιο την έξοδο από το ευρώ και στερείστε έστω ως κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και μάλιστα, εκπροσωπώντας μια παράταξη η οποία ήταν κατ’ εξοχήν κυβερνητική παράταξη στον τόπο, στερείστε στοιχειωδώς εναλλακτικής πρότασης. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του 4% ραγδαία αύξησε τα εκλογικά του ποσοστά και τη δυναμική του στην κοινωνία, είχατε, όλες οι δυνάμεις που σήμερα συγκροτείτε τον βασικό πίνακα της Αντιπολίτευσης –τότε κυβερνητικές δυνάμεις- μια βασική κριτική: ότι δεν μπορούμε να γίνουμε κόμμα διακυβέρνησης, διότι είμαστε κόμμα διαμαρτυρίας. Με την ομιλία σας, κύριε Μητσοτάκη, αποδείξατε ότι κινδυνεύετε εσείς να κάνετε την Νέα Δημοκρατία κόμμα διαμαρτυρίας.
Καμία θετική πρόταση. Προσπάθησα να καταλάβω ποια είναι η εναλλακτική σας για το ασφαλιστικό, που κι εσείς, φαντάζομαι –έτσι είχατε πει τουλάχιστον την προηγούμενη φορά- υιοθετείτε την εκτίμηση ότι πρέπει να γίνει βιώσιμο. Ποια είναι η εναλλακτική σας;
Ακούσαμε, βεβαίως, την επιχειρηματολογία που νομίζω ότι ούτε ένα μικρό παιδί δεν μπορεί να πιστέψει σε αυτόν τον τόπο, ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας εξόκειλε στους τελευταίους μήνες. Βεβαίως, θέλετε να ξεχάσουμε όλοι το γεγονός ότι, επί δεκαετίες τώρα, τα ασφαλιστικά ταμεία λεηλατήθηκαν από τα δομημένα ομόλογα, από τις καταθέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος, το Χρηματιστήριο, το καταστροφικό PSI, τις σπατάλες, την κακοδιαχείριση. Και το ασφαλιστικό εξόκειλε επειδή υπήρξε μια κυβέρνηση που είπε «θα διαπραγματευτούμε σκληρά».
Αυτός, όμως, είναι ο βασικός μύθος πάνω στον οποίο χτίζετε την επιχειρηματολογία σας ενάμιση χρόνο τώρα, ένας μύθος που διαψεύσθηκε περίτρανα από τα ίδια τα στοιχεία, όχι τις προβλέψεις. Κι εδώ έχει μεγάλη διαφορά. Συγκρίνετε προβλέψεις. Και ξέρετε, οι προβλέψεις, άλλοτε πέφτουν μέσα άλλοτε δεν πέφτουν μέσα. Οι εκτιμήσεις, όμως, η αποτίμηση του παρελθόντος δεν μπορεί να είναι κάτι αμφιλεγόμενο και αμφισβητούμενο. Έρχεται, λοιπόν, η ίδια η Eurostat -και όχι η δημιουργική στατιστική, αλλά η Eurostat- και λέει ότι αυτό το οποίο εσείς κατηγορούσατε ως διαπραγμάτευση που οδήγησε τη χώρα σε αδιέξοδα και κατέστρεψε την οικονομία, μας έδωσε τελικά 1% παραπάνω πλεόνασμα από τον στόχο, όταν εσείς είχατε αφήσει το 2014 τη χώρα –που μιλάγατε για success story, τότε- 1,3% έξω από τον στόχο. Χρήματα τα οποία, βεβαίως, θα σας καλούσαν να τα πληρώσετε με νέα μέτρα.
Και μας είπατε, επίσης -αν κατάλαβα καλά- ότι η εναλλακτική που το κόμμα σας έχει για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, δηλαδή η περικοπή, πλήρως, των επικουρικών συντάξεων, ο ιδιωτικός πυλώνας.
Και αναρωτιέμαι, βεβαίως, αν αυτό το οποίο προτείνετε, όχι μόνο για το ασφαλιστικό αλλά και για την έξοδο της χώρας από την κρίση, έχετε το σθένος και τη γενναιότητα να το πείτε θαρραλέα. Διότι -αν κατάλαβα καλά- αυτό που προτείνετε ως εναλλακτική, είναι οι περικοπές δαπανών.
Τι εννοείτε, όμως, περικοπές δαπανών; Κάντε το λίγο πιο συγκεκριμένο. Ζητάτε περικοπές δαπανών. Προφανώς, δεν φαντάζομαι ότι εννοείτε ανελαστικές δαπάνες. Άρα, μιλάτε για περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις -στις κύριες συντάξεις, γιατί τις επικουρικές τις έχετε ούτως ή άλλως ξεγραμμένες, και στους μισθούς- και απολύσεις. Αυτό είναι. Τι άλλο; Υπάρχουν άλλες περικοπές δαπανών; Αυτό εννοείτε, αλλά δεν τολμάτε να το πείτε.
Μας κατηγορείτε για οπορτουνισμό -εσείς ο ιδεολόγος- και ότι δεν έχουμε ιδεολογία. Ζητάτε εκλογές. Δικαίωμά σας είναι να ζητάτε εκλογές. Όμως, ζητώντας εκλογές χωρίς εναλλακτική πρόταση ή, στον βαθμό που η εναλλακτική σας είναι η συνέχεια των καταστροφικών οριζόντιων περικοπών σε μισθούς και σε συντάξεις και δεν έχετε να προσθέσετε τίποτα διαφορετικό, ο καθένας από μας μπορεί να καταλάβει ποιος είναι ο λόγος που τις ζητάτε.
Προφανώς, όχι για να φέρετε κάτι καλύτερο για τον τόπο. Μόνο ως ανέκδοτο μπορώ να εκλάβω σημερινή συνέντευξη του Αντιπροέδρου σας, του κ. Γεωργιάδη, ότι θα επαναδιαπραγματευτείτε να φέρετε συμφωνία άλλη. Να φέρετε συμφωνία άλλη! Εκτός αν θέλετε να πείσετε τον ελληνικό λαό ότι ο καλύτερος τρόπος διαπραγμάτευσης είναι να αποδέχεστε τις απόψεις των πιο σκληρών εκ των δανειστών.
Άρα, λοιπόν, γιατί ζητάτε; Μάλλον διότι έχετε καημό να σωθούν κάποιοι φίλοι σας που έχουν διώξεις, κάποιοι αγωνιούντες εκδότες, καναλάρχες, οι οποίοι βλέπουν να καταστρέφεται, όχι η χώρα, αλλά το σύστημα εξουσίας και διαπλοκής που έφτιαξαν τόσα χρόνια, κύριε Μητσοτάκη.
Μας λέτε, λοιπόν, οπορτουνιστές και χωρίς ιδεολογία. Και την ίδια στιγμή, μας λέτε ότι είμαστε ιδεοληπτικοί, αριστεριστές, που δεν θέλουμε να προχωρήσουν οι επενδύσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, το πρόγραμμα στο οποίο έχει δεσμευθεί η χώρα.
Τελικά, πρέπει να αποφασίσετε. Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι οδηγούμε τη χώρα εκτός ευρώ και να κατηγορείτε ακόμα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις ζυγές μέρες ότι τα υπογράφουμε όλα και έχουμε γονατίσει στους δανειστές. Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι είμαστε ταξικοί αποστάτες και τις ζυγές ιδεοληπτικοί Αριστεριστές.
Για να σας απαντήσω, λοιπόν, το τι ακριβώς είμαστε και τι πράττουμε, είμαστε αποφασισμένοι με κάθε τρόπο να ξαναστήσουμε την Ελλάδα στα πόδια της και να σπάσουμε αυτό το απόστημα της διαπλοκής που κυβερνούσε τον τόπο όλα αυτά τα χρόνια και που τον οδήγησε στη χρεοκοπία. Αυτό θα το κάνουμε με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, αναφερθήκατε στην ομιλία σας -και νομίζω ότι αυτό είναι ατόπημα απέναντι στη δημοκρατική επιλογή των πολιτών- με τον όρο «ιστορικό ατύχημα» στη διακυβέρνηση του τόπου από την Αριστερά. Και μιλώ για ατόπημα απέναντι στη δημοκρατική επιλογή των πολιτών, των πολλών, που κάποτε εδώ στη Βουλή πριν λίγους μήνες είπατε «αδαή πλειοψηφία».
Χαρακτηρίσατε ιστορικό ατύχημα το γεγονός ότι ο λαός έχει επιλέξει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μαζί με τις Ευρωεκλογές μέσα σε ενάμιση χρόνο και ένα κρίσιμο δημοψήφισμα.
Όμως, ποια είναι η λαθροχειρία η οποία διαπράττετε διαρκώς στον πολιτικό σας λόγο, στην ρητορική σας; Με έναν μαγικό τρόπο ξεχνάτε το γεγονός ότι στον τόπο έγιναν εκλογές τον Σεπτέμβρη μετά τη συμφωνία. Και έρχεστε διαρκώς να συγκρίνετε τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ζήτησε εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές τον προηγούμενο Γενάρη. Kαι δεν το κάνετε τυχαία.
Σήμερα, μάλιστα, σε μια αποστροφή του λόγου σας, μιλήσατε για αχρείαστες εκλογές τον Σεπτέμβρη. Προφανώς, για εσάς είναι αχρείαστο, όταν μια πολιτική δύναμη που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου, θέλει να είναι ειλικρινής απέναντι στον ελληνικό λαό και στους πολίτες. Αυτό είναι αχρείαστο διότι εσείς έχετε συνηθίσει στο ψέμα και στη διαστροφή.
Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τιμήσαμε την πρώτη εντολή, που ήταν εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης, μέχρις εκεί που δεν έπαιρνε. Και αμέσως μόλις καταλήξαμε σε συμφωνία, είχαμε την εντιμότητα, την ειλικρίνεια, τη δημοκρατική ευθιξία να πούμε στον ελληνικό λαό: «Αυτό καταφέραμε. Ματώσαμε και αυτό καταφέραμε. Έλα να μας κρίνεις». Και ζητήσαμε την έγκρισή του, την εντολή του.
Ζητήσαμε την εντολή του ελληνικού λαού να συνεχίσουμε μια μεγάλη προσπάθεια με τον ίδιο όμως στόχο, να στήσουμε τη χώρα ξανά στα πόδια της, να ξεφύγουμε από την επιτροπεία στην οποία μας έβαλαν οι χρεωκοπημένες κυβερνήσεις του παλιού πολιτικού καθεστώτος και να βγούμε από την κρίση.
Μιλάτε διαρκώς για τη γλώσσα της αλήθειας και αναρωτιέμαι: Ποια Κυβέρνηση δική σας θα τολμούσε; Είχαμε πρώτες εκλογές με «λεφτά υπάρχουν», μνημόνιο. Καμία σκέψη για προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία. Το ίδιο έγινε και με το δεύτερο.
Εμείς, όμως, πήραμε αυτή την πολιτική επιλογή και ζητήσαμε εντολή, παραδεχόμενοι στον ελληνικό λαό ότι δεν πετύχαμε όσα θα θέλαμε, αλλά λέγοντάς του ότι έχουμε σήμερα μια συμφωνία που, παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολη, μπορεί για πρώτη φορά να υλοποιηθεί, χωρίς να καταδικάζει την οικονομία στην ύφεση και την κοινωνία σε μια διαρκή ομηρία. Και η δέσμευσή σας απέναντι στον ελληνικό λαό, τον Σεπτέμβρη, λίγους μήνες πριν, ήταν ότι θα εφαρμόσουμε αυτή τη συμφωνία, αλλά δεν θα υποχωρήσουμε σε νέες παράλογες απαιτήσεις, ότι θα προστατεύσουμε, αξιοποιώντας την ευελιξία που μας παρέχει η συγκεκριμένη συμφωνία, εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που επί μια πενταετία σήκωσαν μόνες τους το βάρος της κρίσης. Τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, τους μικρούς και μεσαίους αγρότες, τους άνεργους, τους νέους επιστήμονες. Αυτές είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουμε εμείς να εκπροσωπήσουμε. Αυτές είναι και οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες στηριζόμαστε.
Και τις δεσμεύσεις μας απέναντι σ’ αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, δοθείσης της δημοσιονομικής δυσκολίας και των αρνητικών συσχετισμών στην Ευρώπη, τις τηρήσαμε και θα συνεχίσουμε να τις τηρούμε.
Έχουμε ήδη καταφέρει να προστατεύσουμε αποτελεσματικά την πρώτη κατοικία, τους δανειολήπτες που είδαν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Και τούτο, παρά την αρχική και επί των ημερών σας –το γνωρίζετε- επίμονη θέση των δανειστών για πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Και αυτή ήταν μια θέση την οποία είχατε αποδεχθεί στο τέλος της κυβέρνησή σας και είχατε προσυπογράψει χωρίς επιφύλαξη.
Έχουμε καταφέρει να διευρύνουμε το πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Δώσαμε δωρεάν πρόσβαση στην υγεία, σε πάνω από δύο εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας. Επιταχύναμε και διευρύναμε τα προγράμματα για τη καταπολέμηση της ανεργίας. Βελτιώσαμε τη λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών, παρά το γεγονός ότι εκεί χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια. Αφήσαμε επιτέλους τη Δικαιοσύνη να αναπνεύσει και αρχίσαμε να βάζουμε τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και ας μας στοιχίζει αυτό καθημερινά πολιτικό κόστος με την ακραία επίθεση ψεύδους και την ακραία προπαγάνδα των συστημικών μέσων ενημέρωσης εναντίον μας.
Ξεκολλήσαμε τα μεγάλα έργα υποδομής που επί μια πενταετία λίμναζαν παράγοντας χρέη και νέες υποχρεώσεις για το ελληνική δημόσιο, τους μεγάλους οδικούς άξονες, το ΜΕΤΡΟ της Θεσσαλονίκης, τον αγωγό TAP, την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου στην Πελοπόννησο, αλλά και στη Βόρεια Ελλάδα. Και σήμερα, με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, τηρούμε μια βασική μας δέσμευση, να προχωρήσουμε σ’ αυτήν την αναγκαία μεταρρύθμιση για το ασφαλιστικό σύστημα χωρίς να μειώσουμε ούτε ένα ευρώ κύριες συντάξεις και χωρίς να επιβαρύνουμε για δέκατη τρίτη συνεχή φορά τη συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων.
Αυτό δεσμευθήκαμε το Σεπτέμβρη και αυτό καταφέραμε μετά από δύσκολη και σκληρή μάχη και διαπραγμάτευση. Σας θυμίζω ότι όταν κατατέθηκε αυτό το νομοσχέδιο, μιλήσατε για μονομερή ενέργεια, για διαπραγμάτευση τύπου «Βαρουφάκη» που θα μας οδηγήσει στα άκρα, ακριβώς επειδή φέραμε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που δεν μειώνει τις συντάξεις. Αυτό είναι το πρόβλημά σας! Αυτή είναι η αγωνία σας, ότι εμείς δεν θα μειώσουμε τις κύριες συντάξεις.
Δεν υπάρχει ουδείς σ’ αυτή τη χώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που να μην γνωρίζει ότι η Κυβέρνησή μας δεν ανέλαβε καθήκοντα στο κενό. Για να σηκώσουμε το βάρος της ευθύνης που μας ανέθεσε ο ελληνικός λαός, χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε δύο όψεις ενός διογκούμενου από το 2010 και μετά προβλήματος. Πρώτη όψη η κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας που προκάλεσε η εθελούσια αποδοχή από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της επιθετικής και διαρκούς λιτότητας.
Να θυμίσω στο Σώμα ότι αυτοί που μας κατηγορούν για φοροκαταιγίδες, φορολαίλαπες και φοροεπιδρομές, ψήφιζαν και με τα δυο χέρια αθροιστικά μέτρα από το 2010 ως τον Γενάρη του 2015 ύψους 63 δισεκατομμυρίων ευρώ! Αυτή ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή 2010-2014.
Το 2014 μόνο, τη χρονιά του success story και της θριαμβολογίας, τότε, του κ. Σαμαρά, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Tο 25%, το 1/4 δηλαδή του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος χάθηκε από τη σωρευτική επιβάρυνση των μέτρων και της ύφεσης που δημιούργησαν.
Η ανεργία το 2009 από 7,5% εκτοξεύθηκε κοντά στο 28%. Για τους νέους άγγιξε το 60%. Και τολμάνε κάποιοι σήμερα να καταστροφολογούν και να κινδυνολογούν ότι εμείς καταστρέψαμε την οικονομία, διαλύσαμε τη χώρα, εξοκείλαμε το ασφαλιστικό. Και αναρωτιέμαι: Σε ποια χώρα ζούσατε εσείς όλα τα προηγούμενα χρόνια από το 2010 έως το 2015; Σε ποιες κυβερνήσεις ήσασταν Υπουργοί; Σε κυβερνήσεις του βουνού, σε σοσιαλιστικές Κυβερνήσεις που έδιναν παροχές στο λαό; Σαν να έχετε ήδη ξεχάσει τις εγκληματικές σας επιλογές. Αλλά ο λαός σας θυμάται και γνωρίζει ποιος είναι αυτός που πραγματικά έχει την ευθύνη για όσα ζούμε μέχρι σήμερα.
Η δεύτερη όψη του προβλήματος. Το γεγονός ότι πέρα της ήδη ζοφερής κατάστασης υπήρχαν στα χέρια των δανειστών δεσμεύσεις της ελληνικής πολιτείας υπογεγραμμένες από την τότε Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου. Και αυτό πρέπει να γίνει σαφές: Η Κυβέρνησή μας δεν ανέλαβε καθήκοντα απλώς και μόνο σε μία οικονομική και κοινωνική έρημο, ανέλαβε καθήκοντα και σε ένα ναρκοθετημένο και υπονομευμένο πεδίο, διότι έπρεπε να ανατρέψει και να αντιστρέψει όλα όσα είχαν υπογράψει ή προσυπογράψει οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Έπρεπε να ανατρέψει πρώτα απ’ όλα τις δεσμεύσεις σας για πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα σταθερά, 4,5% του ΑΕΠ. Και αυτό το καταφέραμε. Μειώσαμε τους στόχους του προγράμματος και για πρώτη φορά έχουμε μία προοπτική βιώσιμη. Εξοικονομήσαμε από αυτό 20 δισεκατομμύρια για την ελληνική οικονομία, μέσα στην τριετία 2015-2018, 20 δισεκατομμύρια, που, προφανώς, εάν υποθέσουμε και από τις προτάσεις σας και από τις θέσεις σας για περικοπές δαπανών, δηλαδή εάν μένατε στη διακυβέρνηση του τόπου, θα έβγαιναν από την τσέπη των φορολογούμενων, από τις συντάξεις, τους μισθούς, από τις απολύσεις και θα έπεφταν στον κουβά του χρέους.
Αυτά είχατε συμφωνήσει και τα θεωρούσατε -σας θυμίζω τότε που λέγατε για success story και εφαρμόζατε δέκα δισεκατομμύρια μέτρα- υλοποιήσιμα και βιώσιμα. Γιατί, εξ όσων θυμάμαι, από αυτό εδώ το βήμα, ο πρώην Πρωθυπουργός δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει ποτέ για χρέος βιώσιμο που δεν χρειάζεται ελάφρυνση, παρά μονάχα κάποιο πιστοποιητικό βιωσιμότητας, έλεγε τότε. Να μας δώσουν, δηλαδή, ένα πιστοποιητικό, να είμαστε χαρούμενοι.
Ειδικά στο ζήτημα του ασφαλιστικού, οι δεσμεύσεις που είχατε εσείς αναλάβει, δεσμεύσεις όμως που έσφιγγαν τη χώρα, ήταν οδυνηρές. Ήταν οι δεσμεύσεις της πέμπτης αξιολόγησης -μην την ξεχνάτε αυτήν την περιβόητη πέμπτη αξιολόγηση που δεν έγινε ποτέ- με κυριότερη από όλες την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, που όπως προείπα, θα εξαφάνιζε το σύνολο των επικουρικών συντάξεων.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, στην ανάγκη και στην υποχρέωση την κοινωνική και την εθνική, να βγάλουμε εμείς τα κάστανα από τη φωτιά που εσείς ανάψατε και ανάβατε τόσα χρόνια.
Είναι βέβαια δεδομένο πως το ασφαλιστικό σύστημα χρειαζόταν μία βαθιά τομή, γιατί είναι ένα σύστημα ανορθολογικό, κοινωνικά άδικο, δαιδαλώδες και πελατειακό. Μόνο το ΙΚΑ, σας θυμίζω ότι αυτή τη στιγμή, έχει εννιακόσια τριάντα διαφορετικά πακέτα ασφαλιστικής κάλυψης. Και την ίδια στιγμή είναι ένα σύστημα που δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας.
Μετά την ύφεση των τελευταίων έξι ετών, είναι αδύνατον να επιζήσει χωρίς μια βαθιά μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση που δεν αποτολμήσατε ποτέ, παρά μονάχα οριζόντιες περικοπές. Αντίθετα, η λογική σας ήταν μπαλώματα. Έντεκα οριζόντιες περικοπές. Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις. Και το αποτέλεσμα, προφανώς, ήταν η μαζική φτωχοποίηση των συνταξιούχων και ένα μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Η δική μας πολιτική επιλογή βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα. Το σχέδιο που ψηφίζουμε σήμερα αποσκοπεί στη δημιουργία ενός συστήματος που από τη μια πλευρά θα είναι βιώσιμο και θα εγγυάται τις συντάξεις όλων των Ελλήνων και των Ελληνίδων, όλων των πολιτών, και από την άλλη θα έχει βασική του αρχή του την κοινωνική δικαιοσύνη με δεδομένες τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Προχωράμε, λοιπόν, στην επαναφορά του ασφαλιστικού συστήματος σε ράγες βιωσιμότητας, χωρίς να μειώσουμε τις κύριες συντάξεις για δέκατη τρίτη φορά και χωρίς να επηρεαστεί η συντριπτική πλειοψηφία των επικουρικών.
Διότι στην συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων, στους φοβισμένους ανθρώπους που έχουν δει δώδεκα περικοπές, με το «πες, πες» και τα πρωτοσέλιδα της προπαγάνδας έχει περάσει η εντύπωση ότι έρχεται κι άλλη. Όμως, για το 92,5%, για δύο εκατομμύρια εκατό χιλιάδες συνταξιούχους, δεν κόβεται ούτε ένα ευρώ από τις συντάξεις τους και αυτή είναι η μεγάλη κατάκτηση της διαπραγματευτικής προσπάθειας που κάναμε.
Θυμάστε, μήπως, τι μας λέγατε προεκλογικά τον Σεπτέμβρη; Ότι θα αναγκαστεί, όποια κι αν είναι η Κυβέρνηση λέγατε τότε, όποιος κι αν είναι ο Υπουργός Εργασίας, να κόψει οριζόντια συντάξεις σε ποσοστό 30%. Και σήμερα διαψεύδεστε για άλλη μια φορά.
Αλήθεια, στις πόσες διαψεύσεις καίγεστε, είναι ένα ερώτημα βέβαια. Γιατί τα στοιχεία είναι αμείλικτα και αποδεικνύουν ότι το νομοσχέδιο προβλέπει καλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης για όλες τις συντάξεις όσων είχαν μέσο όρο εισοδήματος στον εργασιακό τους βίο μέχρι 1.000 ευρώ. Λέτε ότι είναι λίγα. Ξέρετε, όμως, ότι αυτό αντιστοιχεί στο 87% των μισθωτών και στο 90% περίπου των αυτοαπασχολούμενων και δυστυχώς στο 99% των αγροτών;
Φέρνουμε, λοιπόν, μια πραγματικά αναγκαία μεταρρύθμιση, προσπαθώντας να μοιράσουμε το βάρος σε αυτούς που μπορούν να το σηκώσουν και όχι ξανά στους ίδιους, στους συνταξιούχους και στους αδύναμους, με τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα ασφάλισης, τους ενιαίους κανόνες υπολογισμού των εισφορών και της παροχής σύνταξης, την καθιέρωση της εθνικής σύνταξης, στην οποία θα προστίθεται το ανταποδοτικό μέρος.
Γιατί είδα να παραφράζετε και αυτά που είπα στην ομιλία μου στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Συνέκρινα τι θα συνέβαινε στον αγρότη, ο οποίος σε δέκα χρόνια από τώρα θα έβγαινε στη σύνταξη με 0 ευρώ βασική και με μόνο το ανταποδοτικό και θα έπαιρνε μια σύνταξη περίπου 250 ευρώ. Και είπα ότι θα προστεθεί και το ποσό της εθνικής σύνταξης, ώστε να έχει μια σύνταξη πάνω από 600 ευρώ. Και συνέκρινα τα 250 ευρώ με τα 620 ευρώ και είπα: «Ναι, μπορεί να είναι μια αξιοπρεπής επιλογή τα 620 ευρώ, αντί για τα 250 ευρώ».
Πρόκειται, λοιπόν, εδώ για μια τεράστια προσπάθεια να δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε ένα πλαίσιο σκληρής, πράγματι, δημοσιονομικής πολιτικής, στην οποία είμαστε αναγκασμένοι, εξαιτίας του γεγονότος ότι εσείς μειώσατε το ΑΕΠ κατά ένα τέταρτο και, άρα, οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ για το συνταξιοδοτικό ανέβηκαν στο 17%. Κι όταν έχεις 17% δαπάνες για το συνταξιοδοτικό, τότε δεν έχεις τη δυνατότητα να στηρίξεις το κοινωνικό κράτος, τα νοσοκομεία, την υγεία, την παιδεία.
Βεβαίως, η λύση προοπτικής είναι να παράξουμε πλούτο και να ξανακερδίσουμε το ΑΕΠ, που εσείς χάσατε για τη χώρα τα πέντε προηγούμενα χρόνια.
Ταυτόχρονα, με τη μεταρρύθμιση αυτή, εναρμονίζουμε τους κανόνες εισφορών και παροχών μεταξύ νέων και παλαιών ασφαλισμένων, αλλά και των επιμέρους Ταμείων και αποκαθιστούμε χρόνιες στρεβλώσεις και διαχρονικές αδικίες μεταξύ των ασφαλισμένων. Πολύς λόγος έγινε για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου πράγματι για κάποια εισοδήματα υπάρχει αύξηση. Αύξηση υπάρχει, όμως, για το 10% των ελεύθερων επαγγελματιών. Για το 90% που ασφαλίστηκαν πριν το 1993 κι έχουν καθαρό φορολογητέο εισόδημα μέχρι 13.000 τον χρόνο, η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής. Μειώνονται οι μηνιαίες ασφαλιστικές τους εισφορές έως και 150 ευρώ ανά μήνα, τόσο για τους παλαιούς όσο και για τους νέους ασφαλισμένους.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι ότι με το νέο σύστημα κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας που ασφαλίζεται από 1-7-2017 και βρίσκεται στη χαμηλότερη εισοδηματική κλίμακα θα πληρώσει 87 ευρώ τον μήνα, αντί για 210 ευρώ τον μήνα που θα πλήρωνε υποχρεωτικά σήμερα.
Να σας δώσω άλλο παράδειγμα, που αφορά και τον κλάδο των μηχανικών, το επάγγελμά μου. Ένας νέος μηχανικός ασφαλισμένος μετά το 1993, μέχρι σήμερα για δέκα έτη ασφάλισης, με εισόδημα 7.000 ευρώ, πλήρωνε σήμερα 576 ευρώ τον μήνα. Με το νέο σύστημα θα αποδώσει 232 ευρώ τον μήνα. Για να φτάσει να αποδίδει τα 576 ευρώ θα πρέπει να έχει πάνω από 17.000 καθαρό φορολογητέο εισόδημα. Διότι σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει η μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει λίγα γιατί εργάζεται στην επισφάλεια και στα μπλοκάκια και υπάρχουν, βεβαίως, και αυτοί –δεν λέω, πιέστηκαν- οι οποίοι μπορούν να σηκώσουν το βάρος. Αλλιώς, για άλλη μια φορά θα το σήκωναν οι συνταξιούχοι και οι αδύναμοι. Κι αυτή είναι η διαφορά μας.
Θέλω, επίσης, να αναφερθώ στην ειδική μέριμνα για τους νέους που βρίσκονται στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται μεταβατική περίοδος εκπτώσεων στις ασφαλιστικές εισφορές για την κρίσιμη περίοδο των πέντε πρώτων ετών του επαγγελματικού τους βίου.
Και τέλος, για μηχανικούς, γιατρούς και δικηγόρους θα ισχύσει πλέον το εξής. Μέχρι το 2021, για εισόδημα από 7.000 έως 13.000 ευρώ, δηλαδή για το 90% των αυτοαπασχολούμενων, θα υπάρχει έκπτωση 50% στις εισφορές και άρα ελάφρυνση σε σχέση με τις σημερινές εισφορές, ενώ για εισόδημα 30.000 ευρώ προβλέπεται 32% έκπτωση. Άρα, η επιβάρυνσή τους σε σχέση με σήμερα θα υπάρχει, αλλά θα είναι μικρή, θα είναι ελάχιστη.
Και να μην ξεχνάμε βέβαια -αναφέρθηκα πριν- την μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων μου νέων μηχανικών, δικηγόρων, που πολλές φορές δουλεύουν σε αυτές τις «γαλέρες», κάτι τεράστια γραφεία. Οι εργοδότες τους βεβαίως ήταν πρώτοι στις διαδηλώσεις της γραβάτας. Καλό είναι αυτό. Πήγαν μια φορά και σε διαδήλωση οι άνθρωποι. Δεν είναι κακό.
Προσέξτε, όμως. Οι εργαζόμενοι, οι επιστήμονες με μπλοκάκι θα πληρώνουν το 6% μόνο της εισφοράς και το 20% οι εργοδότες. Ας σταματήσει, λοιπόν, αυτή η σπέκουλα σε σχέση με τις εισφορές.
Η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Εργασίας έχουμε κάνει ότι περνούσε από το χέρι μας για να εξασφαλίσουμε, επαναλαμβάνω, την πλειοψηφία επιστημόνων και ελευθέρων επαγγελματικών.
Βεβαίως, όμως, όταν θέλεις η εξίσωση να βγαίνει και θέλεις να ευνοήσεις την πλειοψηφία, θα αδικήσεις τη μειοψηφία. Δεν είναι, όμως, αδαής η πλειοψηφία σε αυτόν τον τόπο, κύριε Μητσοτάκη. Καταλαβαίνει για ποιών τα συμφέροντα εργαζόμαστε και ποιους προσπαθούμε να ευνοήσουμε και να διευκολύνουμε.
Τους ίδιους κανόνες ακολουθούμε και για το φορολογικό νομοσχέδιο. Υπήρξε στενή συνεργασία, άλλωστε, μεταξύ των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, ώστε οι παρεμβάσεις που έγιναν στο ασφαλιστικό και φορολογικό να λειτουργούν συνδυαστικά και το τελικό αποτέλεσμα από τη φορολόγηση και τις ασφαλιστικές εισφορές να είναι ευνοϊκό για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Το φορολογικό νομοσχέδιο έρχεται να ικανοποιήσει τα κριτήρια της προοδευτικότητας και της δικαιότερης κατανομής των βαρών. Με την παρέμβασή μας, το 98% των φορολογούμενων θα έχει, είτε ελάχιστη επιβάρυνση, είτε ακόμα και ελάφρυνση, σε σχέση με ό,τι ίσχυε μέχρι σήμερα. Εννέα στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες θα αποδίδουν πλέον μικρότερο φόρο. Το ίδιο ισχύει για το 71% των φορολογούμενων με μεικτό εισόδημα από μισθούς και επιχειρηματική δραστηριότητα.
Έχει αξία να αναφερθεί ότι γίνεται μια προσπάθεια να αποκατασταθεί στον τόπο και μια διαχρονική αδικία και μάλιστα σε μια περίοδο που έχουμε τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα. Διότι κατάντησε να είναι τεκμήριο το να έχεις πάνω από δύο παιδιά στον τόπο. Και με την πρότασή μας το 61% των τρίτεκνων και των πολύτεκνων θα πληρώσει μικρότερο φόρο απ’ ό,τι πλήρωνε μέχρι σήμερα.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, δεν θέλω να σας κουράσω με αριθμούς. Αισθάνθηκα, όμως, την ανάγκη απέναντι σε αυτήν την φοβερή στρέβλωση και την προπαγάνδα των ημερών να μιλήσω και με αριθμούς σήμερα, λίγο πριν μια κρίσιμη ψηφοφορία και όταν μας παρακολουθεί ο ελληνικός λαός. Δεν θα αναλώσω, όμως, την ομιλία μου σε αυτά, γιατί νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να μιλήσουμε επιτέλους και για την επόμενη μέρα. Να μιλήσουμε για το τι μέλλει γενέσθαι μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Για τις δυνατότητες και τις προοπτικές που έχει αυτή η χώρα. Και ξέρετε, αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα από εδώ και πέρα.
Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι θα καταλάβουν ότι κάνουν λάθος, ελπίζω να το καταλάβουν σύντομα. Προσώρας αναλώνονται σε κινδυνολογία και καταστροφολογία. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να τους ακολουθήσουμε. Πάμε μπροστά, έχουμε άλλες προτεραιότητες και επιτρέψτε μου να μιλήσω γι’ αυτές, διότι τους τελευταίους μήνες η ελληνική Κυβέρνηση εργάζεται παράλληλα σε δύο μέτωπα. Το ένα είναι αυτό της διαπραγμάτευσης, για το οποίο έχω τοποθετηθεί επανειλημμένα και εκτενώς, τόσο εγώ, όσο και οι Υπουργοί. Το άλλο, όμως, στο οποίο εργαστήκαμε και συνεχίζουμε να εργαζόμαστε, είναι ένα σχέδιο μελετημένο και με συγκεκριμένους άξονες δράσης. Ένα σχέδιο, που ήδη έχει μπει σε εφαρμογή και θα επιταχυνθεί βεβαίως την επόμενη της αξιολόγησης.
Προτεραιότητα αυτού του σχεδίου είναι η Ελλάδα να περάσει από την περίοδο της ακραίας ύφεσης σε μια περίοδο ανάκαμψης και ανάπτυξης. Προσέξτε, όμως, και εδώ ίσως είναι ακόμα μια διαφορά που έχουμε. Όχι μιας οποιασδήποτε ανάπτυξης, γιατί υπάρχει εκείνη η ανάπτυξη που στηρίζεται στην συντριβή της εργασίας και του κοινωνικού κράτους -και αυτό είναι το νεοφιλελεύθερο σχέδιο που υιοθετείτε, κύριε Μητσοτάκη- και βεβαίως υπάρχει και η ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο, με στήριξη της ανταγωνιστικότητας, μέσω της καινοτομίας και της ποιότητας, με προστασία της εργασίας και των κατακτήσεων των εργαζομένων. Με αύξηση των μισθών και των κοινοτικών παροχών, στην πρώτη ευκαιρία που αυτό θα είναι δυνατό. Με στήριξη δηλαδή της αγοραστικής δύναμης της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό είναι το δικό μας σχέδιο και αυτός ο δικός μας πολιτικός ορίζοντας.
Αναρωτηθήκατε, άραγε, πώς καταφέραμε και πιάσαμε το πλεόνασμα 1% πάνω από τον στόχο; Ήταν η πρώτη φορά, μετά από πέντε χρόνια, που δεν μειώθηκαν στον τόπο ονομαστικά, μισθοί και συντάξεις. Και αυτό δείχνει ότι ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι η τόνωση της ενεργούς ζήτησης και όχι οι περικοπές στις δαπάνες, δηλαδή στους μισθούς και συντάξεις που είναι η δική σας εναλλακτική επιλογή, κύριε Μητσοτάκη.
Δεν θα πέσουμε, όμως, στο ίδιο λάθος εμείς, να υιοθετήσουμε την αντίληψη του success story, μιλώντας διαρκώς για την ευημερία των αριθμών. Γιατί, αν η ευημερία των αριθμών δεν βρίσκεται σε συνάρτηση και με την ευημερία των ανθρώπων, τότε έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό.
Η ανάπτυξη η οποία με βάση τις προβλέψεις της Κομισιόν έρχεται σε λίγους μήνες -δεύτερο εξάμηνο του 2016- θα έχει κοινωνικό πρόσημο.
Εξηγούμαι: Η Ελλάδα είναι μια χώρα που βρίσκεται σε θέση να παράξει νέο πλούτο. Για να συμβεί αυτό, οφείλει να έχει μια στρατηγική η οποία θα διαμορφώνει ένα περιβάλλον ευνοϊκό τόσο για την προσέλκυση επενδύσεων, όσο όμως και για την προστασία της εργασίας.
Τα αναπτυξιακά εργαλεία που υπάρχουν πρέπει να αξιοποιηθούν και να αξιοποιούνται πλήρως. Δουλέψαμε με μέθοδο, όταν εσείς λέγατε ότι καταστρέφουμε την οικονομία και καταφέραμε για πρώτη φορά η χώρα να είναι πρώτη στην απορροφητικότητα των ΕΣΠΑ, 98% των διαθέσιμων πόρων την προηγούμενη χρονιά. Στην ίδια κατεύθυνση θα συνεχίσουμε και φέτος, με έμφαση στην καινοτομία και με οδηγό τη γνώση και την όρεξη χιλιάδων νέων ανθρώπων που επιχειρούν, την όρεξή τους για δουλειά, την όρεξή τους για δημιουργία.
Παράλληλα, έχουμε στενή συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την αξιοποίηση του πακέτου Γιούνκερ και την εξειδίκευση των δράσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Επίσης, για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, επιστρέφει στην Ελλάδα με σκοπό να συμβάλλει στην προσπάθεια για την ανάκαμψη η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης, η EBRD.
Πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε το σχέδιο του νέου αναπτυξιακού νόμου, που τέθηκε ήδη σε διαβούλευση, ενός νόμου που διαμορφώνει το πλαίσιο για μια επενδυτική δραστηριότητα πάνω σε στέρεες βάσεις. Είναι ευνοϊκός για τις μεγάλες επενδύσεις που χρειάζεται αυτήν τη στιγμή η ελληνική οικονομία και βασική μας μέριμνα για την προσέλκυση αυτών είναι να διαβάσουμε, να αφουγκραστούμε τις επιδιώξεις των επιχειρήσεων και των επενδυτών.
Το συμπέρασμα, το οποίο βγαίνει, είναι ότι αυτό που αποτελεί βάση για ένα στιβαρό επενδυτικό σχέδιο είναι κάτι πέρα από την ελληνική πεπατημένη, τη μείωση δηλαδή τόσο του κόστους εργασίας, όσο και των δεικτών φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό που έχει κορυφαία σημασία και είναι ζητούμενο, είναι το σταθερό φορολογικό περιβάλλον και αυτό ζητάνε και οι επιχειρήσεις.
Για τον λόγο αυτό, με τον νέο αναπτυξιακό προτείνουμε τη θέσπιση σταθερού φορολογικού συντελεστή για δώδεκα χρόνια σε όσους προχωρήσουν σε επενδύσεις άνω των 20 εκατομμυρίων. Νομίζω ότι τέτοιες κινήσεις μπορεί να στείλουν ένα μήνυμα σε όσους βλέπουν την Ελλάδα ως σημαντική επενδυτική ευκαιρία, όχι για να κερδοσκοπήσουν, αλλά για να δημιουργήσουν υποδομές, που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος και βεβαίως να μειώσουμε την ανεργία.
Τα παραπάνω είναι κάποια ενδεικτικά στοιχεία της προετοιμασίας και του διαλόγου που πρέπει να ξεκινήσει και στο Κοινοβούλιο για τη νέα εποχή και το επόμενο διάστημα. Και νομίζω ότι θα προσφέρουν καλή υπηρεσία στον τόπο όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται να καταθέσουν προτάσεις, σκέψεις και βελτιώσεις για την πορεία των πραγμάτων την επόμενη μέρα.
Θέλω σ’ αυτό το σημείο να πω ότι πρέπει να επιμείνουμε στην κατεύθυνση της παραγωγής νέου πλούτου και θέσεων εργασίας, αντί να αναμασάμε χρεοκοπημένες θέσεις, όπως αυτή στην οποία έχει αναφερθεί επανειλημμένα τόσο φυσικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όσο όμως κι εδώ στην Ελλάδα και η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΕΒ.
Γιατί αν η λύση είναι οι απολύσεις, δηλαδή να απολύσουμε εκατόν ογδόντα χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και άρα να επιβαρυνθεί το κράτος με αρκετά δισεκατομμύρια για αποζημιώσεις κι αν αυτό συνιστά στρατηγική προσέλκυσης επενδύσεων, τότε μάλλον κάτι δεν πάει καλά. Και αυτό που δεν πάει καλά και δεν στέκει είναι οι εμμονές. Δεν αναφέρομαι βεβαίως στην ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας του κράτους, των δομών του, των υπαλλήλων του. Αναφέρομαι σε μια νεοφιλελεύθερη εμμονή για απολύσεις, που ποτέ μα ποτέ δεν λειτούργησε ευεργετικά σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια. Το αντίθετο. Οι απολύσεις κάνουν ακόμα μεγαλύτερο το φορτίο της ανεργίας. Ας αφήσουμε, λοιπόν, στην άκρη τις εμμονές και ας δούμε τις πραγματικές προκλήσεις και προτάσεις που έχουμε στο τραπέζι για την επόμενη μέρα. Διότι ο εξορθολογισμός του κράτους που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν επιτυγχάνεται ούτε με αναθέματα, ούτε με αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές και με απολύσεις.
Παραλάβαμε ένα κράτος που βεβαίως δεν είναι δικό μας δημιούργημα. Ήταν δημιούργημα των κυβερνήσεων σας, κύριε Μητσοτάκη. Και βεβαίως χρειάζεται σχέδιο αναμόρφωσης. Θέλει ξήλωμα των αποστημάτων της διαφθοράς, θέλει σκληρή αντιμετώπιση σε όσους λειτουργούν ως «Δούρειοι Ίπποι» συμφερόντων εντός της κρατικής δομής, θέλει την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, την απλοποίηση των διαδικασιών. Με άλλα λόγια, θέλει μια επαναθεμελίωση με τις αρχές της λειτουργικότητας και του σεβασμού στον πολίτη.
Για να προχωρήσει, όμως, αυτό το σχέδιο υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: Ποιος θα το εκπονήσει και ποιος θα το υλοποιήσει. Ποια ηγεσία είναι αυτή που μπορεί να πάρει επάνω της αυτή την υπόθεση. Και εδώ νομίζω ότι υπάρχει μια ακόμα διαφορά πέρα από τις ιδεολογικές που έχουμε.
Για να μπορέσει να προχωρήσει ένα τέτοιο σχέδιο και να υλοποιηθεί χρειάζεται μια ειλικρινής σχέση με τους πολίτες, μια σχέση εμπιστοσύνης. Και αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να την έχει το παλιό πολιτικό σύστημα που εξέθρεψε και τη διαφθορά και τη διαπλοκή κα τη δυσλειτουργικότητα του κράτους αλλά και την ανειλικρίνεια στην επαφή με τον πολίτη.
Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για πολλά, ακόμα και για το ότι δεν είχαμε την εμπειρία. Όμως, δεν μπορείτε να μας κατηγορήσετε για ένα πράγμα: Ότι είμαστε εμείς αυτοί που τα δημιουργήσαμε όλα αυτά, ότι είμαστε εμείς που εκκολάψαμε τη σχέση της διαφθοράς και της διαπλοκής. Δεν μπορείτε να μας κατηγορήσετε ούτε για την ανειλικρίνεια των προθέσεών μας να φέρουμε μια ουσιαστική αλλαγή σε αυτόν τον τόπο.
Στόχος μας, λοιπόν, είναι, τώρα που περνάμε τον πιο δύσκολο κάβο, να κοιτάξουμε στο αύριο. Και, όπως λέει και ο ποιητής, «το μέλλον δεν θα έρθει από μόνο του έτσι, νέτο σκέτο». Πρέπει να δουλέψουμε, να σχεδιάσουμε, να οραματιστούμε το αύριο της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Η επόμενη μέρα θέλει σταθερότητα, ασφάλεια και κοινωνική δικαιοσύνη, θέλει όμως και αποφασιστικότητα για μεγάλες τομές στην οικονομία, στο κράτος.
Και επιτρέψτε μου να πω ότι αυτή δεν είναι ούτε μια ουδέτερη ούτε μια μετριοπαθής πολιτική προσέγγιση. Είναι μια ριζοσπαστική και αριστερή προσέγγιση. Γιατί στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, αριστερό και ριζοσπαστικό δεν είναι να φαντασιώνεσαι μια ιδεατή κοινωνία, που ξέρεις ότι όσο και να την παλεύεις, δεν είναι εύκολο να έρθει, αλλά να ματώνεις για να δημιουργήσεις -έστω σιγά σιγά αλλά σταθερά- τις συνθήκες όπου θα μπορέσουν να ευδοκιμήσουν αλλαγές υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των πολλών.
Πολιτικές που θα ανοίξουν δρόμους για τις δυνάμεις της εργασίας. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει δρόμος για τις δυνάμεις της εργασίας, αν δεν υπάρχει εργασία στον τόπο. Γι’ αυτό και αριστερή, προοδευτική πολιτική στις μέρες μας είναι αυτή που παλεύει για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να μοιραστούν δίκαια τα βάρη αλλά και τα οφέλη της προσδοκώμενης ανάπτυξης.
Θέλω να κλείσω, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, με μια αναφορά σε αυτό που συμβαίνει τούτες τις μέρες, τούτες τις ώρες: Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές λένε ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να είναι σαν το ελατήριο που έχει συμπιεστεί έξι χρόνια και τώρα είναι έτοιμη να εκτιναχθεί. Όμως, όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι απλό πράγμα. Είναι συνάρτηση της αποκατάστασης του κλίματος εμπιστοσύνης των επενδυτών, των αγορών, αλλά και των ίδιων των πολιτών προς την ελληνική οικονομία. Και αυτή η αποκατάσταση περνά αναπόφευκτα από θαρραλέες αποφάσεις και σε σχέση με το ζήτημα του χρέους.
Θα ήθελα, λοιπόν, σήμερα με προσοχή και χωρίς μεγάλα λόγια και τυμπανοκρουσίες, καθ’ ότι μία πολύ σύνθετη και δύσκολη διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη, να πω απλά ότι αύριο είναι μία πολύ σημαντική μέρα. Μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, που ευρωπαϊκά όργανα συνεδριάζουν διαρκώς για να συζητήσουν για την ελληνική κρίση και συζητούν μόνο για μέτρα λιτότητας, αύριο το Eurogroup θα συνεδριάσει με ημερήσια ατζέντα και την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Αυτό που τόσα χρόνια ήταν απλά μία υπόσχεση αύριο μπαίνει επισήμως στο τραπέζι στην ημερήσια διάταξη. Ειλικρινά δεν γνωρίζω –το λέω ειλικρινά, κύριε Μητσοτάκη- ποιες είναι οι προτάσεις της Αντιπολίτευσης και οι δικές σας για αυτό το τόσο κρίσιμο θέμα. Είμαι ανοιχτός, αν θέλετε, να συναντηθούμε, να συζητήσουμε. Ίσως θα είχε αξία, αντί να κρατάτε μια τόσο αντιφατική και μίζερη στάση, να μας λέγατε και την πρότασή σας γι’ αυτό το κρίσιμο θέμα.
Αυτό που γνωρίζω, όμως, είναι ότι αποτελεί ευτύχημα για τη χώρα που η συζήτηση αυτή ξεκινά και η κυβερνητική γραμμή δεν είναι αυτή που είχε η προηγούμενη κυβέρνηση, ο κ. Σαμαράς με τον κ. Βενιζέλο, δηλαδή ότι το χρέος είναι βιώσιμο και το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα πιστοποιητικό βιωσιμότητας.
Δεν θέλω σε αυτό το σημείο να αναφερθώ σε μία σειρά από σημαντικές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων που έχουν διαμορφώσει ένα πρωτοφανές, τα τελευταία χρόνια, κλίμα υποστήριξης υπέρ των ελληνικών θέσεων. Αυτό που είπα αποδεικνύει το ότι είναι η πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η κρίση, από το 2010 και μετά, που η Ελλάδα δείχνει να έχει τόσο ισχυρές συμμαχίες στην Ευρώπη και που οι ελληνικές θέσεις έχουν τόσο ισχυρούς υποστηρικτές.
Θέλω, όμως, να αναφερθώ μόνο σε μια δήλωση, γιατί εκτιμώ ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι δεν είναι δήλωση κάποιου Πορτογάλου, Γάλλου, είναι μία δήλωση ενός Γερμανού και όχι της Αντιπολίτευσης, ενός υψηλού αξιωματούχου, του Αντικαγκελάριου της Γερμανικής Κυβέρνησης, του κ. Γκάμπριελ, ο οποίος δήλωσε χθες στο «Reuters» ότι πρέπει να σπάσει επιτέλους -και τώρα είναι η ώρα- αυτός ο φαύλος κύκλος. Δήλωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους και ότι αφού γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή θα γίνει, δεν έχει νόημα να την αποφεύγουμε. Δήλωσε, επίσης, ότι είναι μεγάλο λάθος να ζητήσουμε από την Ελλάδα να καλύψει τις ανάγκες της με νέα μέτρα λιτότητας, ειδικά τώρα που έχει καταφέρει καλύτερη οικονομική ανάπτυξη απ’ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς.
Εύχομαι και ελπίζω αυτή την εποικοδομητική θέση και στάση να επιδείξει αύριο στο Eurogroup και ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο κ. Σόιμπλε.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, έχουμε μπροστά μας μια σημαντική ευκαιρία τόσο για τη χώρα, να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο, να μπει επιτέλους στον ενάρετο κύκλο, όσο και για την Ευρώπη, να επιδείξει την αναγκαία τόλμη και τη γενναιότητα για να κλείσει μία βαθιά πληγή και να ξεκινήσει επιτέλους η οριστική έξοδος από την κρίση όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο της Ευρώπης.
Χρειάζεται τόλμη και γενναιότητα σαν αυτή που επιδεικνύει σήμερα και θα επιδείξει η πλειοψηφία της Εθνικής μας Αντιπροσωπείας. Ξεκινήσαμε μια πορεία για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο την καταδίκασαν προηγούμενες κυβερνήσεις. Υψώσαμε το κεφάλι, φωνάξαμε δυνατά το δίκιο του λαού μας.
Τώρα που έρχεται η ώρα που θα δούμε ότι αυτός ο κόπος, αυτός ο αγώνας δεν πήγε χαμένος, είναι η στιγμή να συνεχίσουμε με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Βρισκόμαστε στο πιο κρίσιμο σημείο. Στεκόμαστε όρθιοι, προστατεύουμε τους πιο αδύναμους, περνάμε τον δύσκολο κάβο, βγαίνουμε επιτέλους σε ήρεμα νερά και ξεκινάμε όλοι μαζί τον μεγάλο αγώνα, να ξαναχτίσουμε σε στέρεες βάσεις κοινωνικής δικαιοσύνης και προκοπής το αύριο της πατρίδας μας, το αύριο του ελληνικού λαού.
Και είμαι βέβαιος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι θα τα καταφέρουμε. Έρχονται καλύτερες μέρες και τις αξίζει και ο τόπος και ο λαός μας.
Παρέμβαση (δευτερολογία) του Πρωθυπουργού στη συζήτηση επί του σχεδίου νόμου
Κύριε Μητσοτάκη,
πραγματικά, έχει αξία να συζητάμε και να ανταλλάσσουμε επιχειρήματα, αλλά νομίζω ότι όταν ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έρχεται στη Βουλή για να πείσει τον ελληνικό λαό ότι μια διακυβέρνηση που πήγε το χρέος από το 124% το 2009 στο 180% το 2014 και για ένα ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο λεηλατήθηκε σαράντα χρόνια, δεν φταίει, αλλά φταίει μια Κυβέρνηση λίγων μηνών διότι διαπραγματεύθηκε. Κύριε Μητσοτάκη, ούτε ο μάγος Χουντίνι δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιες ταχυδακτυλουργίες και να λέει τέτοια πράγματα στον ελληνικό λαό. Και στερείστε αξιοπιστίας με αυτά που λέτε. Στερείστε αξιοπιστίας.
Και θέλω, πραγματικά, να σας δώσω ουσιαστικές απαντήσεις σε όσα είπατε, διότι νομίζω ότι αυτά τα επιχειρήματα δεν στέκουν ούτε σε μια συζήτηση ενός ακροατηρίου, το οποίο δεν χρειάζεται να έχει εικόνα από την οικονομία ούτε από τη στατιστική.
Κύριε Μητσοτάκη, εφαρμόσατε μια πολιτική που χρέωσε στον ελληνικό λαό το ένα τέταρτο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Το καταστρέψατε. Το λεηλατήσατε. Τα μέτρα τα οποία πήρατε ήταν ύψους 63 δισεκατομμυρίων ευρώ και τα ψηφίζατε κι εσείς, όλα τα τελευταία χρόνια που κυβερνήσατε μαζί με το ΠΑΣΟΚ.
Μιλάτε για τα μέτρα τα οποία εμείς παίρνουμε. Πράγματι, σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση φθάσαμε σε ένα οριακό σημείο. Είχαμε έναν συμβιβασμό και κάναμε μια συμφωνία. Είναι μια συμφωνία, όμως, που μπορεί να δώσει προοπτική εξόδου από την κρίση.
Η συμφωνία αυτή υλοποιείται και έχουμε μπροστά μας μέτρα ύψους 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για την τριετία και όχι 12 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως λέτε εσείς, που προφανώς από τη φόρα σας δεν κρύβετε την επιθυμία σας και τη χαρά σας να προσθέσετε και τα προληπτικά μέτρα που θέλει να επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και προφανώς, έχουμε μια πρωτοφανή στήριξη από όλους τους Ευρωπαίους και δυστυχώς μάλλον όχι από εσάς. Αναφέρεστε συνέχεια σε αυτό το νούμερο.
Μιλάτε για το πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα, κύριε Μητσοτάκη, που καταφέραμε εμείς, σε συνθήκες καταστροφής και διάλυσης της οικονομίας, ήταν 1% πάνω από τον στόχο. Εσείς αφήσατε το 2014 με έλλειμμα. Είχατε την υποχρέωση να φθάσετε το 1,5% και ήταν 0,3%.
Αυτό σημαίνει ότι θα είχε η χώρα την υποχρέωση όχι μόνο να τηρήσει τις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και 4,5%, που είναι 20 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα, αλλά σύμφωνα με όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφορούσαν την τότε διαπραγμάτευση και τις θέσεις των δανειστών –που σίγουρα δεν θα ήταν πιο επιεικείς, αν συνεχίζατε- μίλαγαν για αδιευκρίνιστα μέτρα 5,7 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2015-2016, συν τα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ του ελλείμματος από το πλεόνασμα που δεν καταφέρατε.
Όμως, επειδή δεν έχει πραγματικά νόημα να πυροβολούμε τους πολίτες με νούμερα, πρέπει να γυρίσουμε, επιτέλους, σελίδα και να δούμε κατάματα την πραγματικότητα.
Η χώρα έχει μια δυνατότητα να βγει από την κρίση. Και η δυνατότητα να βγει η χώρα από την κρίση είναι να φύγει από αυτό τον φαύλο δημοσιονομικό κύκλο, να ξεκινήσει να παράγει, να σταματήσουμε να θεωρούμε ως σημαντικότερο Υπουργείο το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά το Υπουργείο Ανάπτυξης και Οικονομίας και αυτό προϋποθέτει μια λύση και μια απόφαση θετική για το ζήτημα του χρέους.
Κύριε Μητσοτάκη, μην αυτοδιαψεύδεστε. Είπα πριν ότι είναι η πρώτη φορά που μετά από πολύ καιρό μπαίνει στην ημερήσια διάταξη, στην ατζέντα, η συζήτηση του χρέους και εσείς ήρθατε να μου πείτε «όχι, πήραμε τον Νοέμβριο του 2012 μια υπόσχεση».
Ερώτημα πρώτο. Αφού, λοιπόν, την πήρατε αυτήν την υπόσχεση, γιατί δεν τα καταφέρατε και δεν το υλοποιήσατε; Γιατί μείναμε στην υπόσχεση, της υπόσχεσης, ω υπόσχεση και δεν μπήκε επιτέλους επί τάπητος το θέμα να ανοίξει η συζήτηση;
Ερώτημα δεύτερο. Αφού, λοιπόν, είχατε αυτήν την υπόσχεση και την οποία «θα» αξιοποιούσατε, όπως «θα» ερχόταν και η ανάπτυξη, όπως «θα» φέρνατε και πλεονάσματα, τα οποία δεν τα φέρατε, γιατί έβγαινε ο κ. Σαμαράς τότε και έλεγε διαρκώς ότι το χρέος είναι βιώσιμο; Άρα, ακύρωνε την υπόσχεση που είχατε λάβει. Γι’ αυτό, λοιπόν, η υπόσχεση δεν έγινε ποτέ πράξη.
Κύριε Μητσοτάκη, με την ομιλία μου σας έδωσα μια ευκαιρία, να μιλήσετε επί της ουσίας για το κρίσιμο θέμα, να μην ταυτιστείτε με ακραίες απόψεις και θέσεις στην Ευρώπη, που λένε ποτέ των ποτών να μη συζητηθεί το κρίσιμο αυτό θέμα, και να στηρίξετε μια εθνική προσπάθεια. Και σας κάλεσα κιόλας, αν θέλετε, επειδή είναι κρίσιμα και λεπτά αυτά τα ζητήματα, να κουβεντιάσουμε και από κοινού.
Όμως, εσείς επιμένετε σε μια μίζερη αντιπολίτευση, σε μια αντιπολιτευτική ρητορική της διαμαρτυρίας. Δεν αξίζει για την παράταξή σας να τη μετατρέψετε σε κόμμα διαμαρτυρίας, κύριε Μητσοτάκη.
Και κλείνω λέγοντας το εξής: Όλο αυτό το διάστημα γίνεται μια πρωτοφανής προσπάθεια να δημιουργήσετε την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εγώ προσωπικά, οι Υπουργοί δεν λέμε την αλήθεια. Γιατί; Προφανώς διότι συγκρίνετε την προεκλογική περίοδο του ’15, όταν ζητήσαμε εντολή για σκληρή διαπραγμάτευση. Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι ότι δεν τιμήσαμε την εντολή και είπαμε ψέματα, κύριε Μητσοτάκη. Και μας κατηγορείτε συγκρίνοντας τον Γενάρη του 2015 με το 2016.
Φέρνετε διαρκώς ξανά και ξανά αυτές τις συγκρίσεις. Ξεχνάτε, όμως, ότι ο ελληνικός λαός έκρινε και τη συμφωνία και την προσπάθειά μας και την εντιμότητά μας. Και πήγαμε στις εκλογές έχοντας τον Σεπτέμβρη στο τραπέζι αυτή τη συμφωνία. Και αφού δεν μπορείτε να παραλείψετε αυτό το γεγονός, κάνετε διαρκώς μια δημιουργική λογιστική με παραπειστικά νούμερα.
Και τώρα αυτό κάνετε. Ήρθατε και μου είπατε εδώ ότι λέω άλλα εγώ στη Βουλή και άλλα ο Υπουργός των Οικονομικών στην επιστολή του στο Eurogroup, επειδή εγώ μίλησα για την αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης, μιλώντας για την εθνική σύνταξη και ο κ. Τσακαλώτος μίλησε για τη μείωση στο ποσοστό που αφορά την ανταποδοτική. Αν αθροίσετε το ποσοστό αναπλήρωσης στην εθνική σύνταξη, είναι 38,4% και 46%, πάει στο 84% αθροιστικά. Το 84% ως ποσοστό αναπλήρωσης είναι ένα από τα μεγαλύτερα που ισχύουν σήμερα σε όλη την Ευρώπη, κύριε Μητσοτάκη.
Κλείνω, λέγοντάς σας το εξής: Αν υπάρχει έστω ένας σε αυτήν την Αίθουσα που μπορεί τεκμηριωμένα να αποδείξει ότι μπορούσε να φέρει καλύτερη ασφαλιστική μεταρρύθμιση και καλύτερη κυρίως για τα αδύναμα λαϊκά στρώματα, για τους συνταξιούχους, για τους χαμηλόμισθους, γι’ αυτούς που έχουν χαμηλά εισοδήματα, από αυτήν που φέραμε σήμερα εμείς, να έρθει και να το αποδείξει. Εδώ είμαστε, να μιλάμε μέχρι αύριο για αριθμούς.
Όταν είσαι υποχρεωμένος να ξαναβάλεις στις ράγες της βιωσιμότητας το ασφαλιστικό σύστημα, πρέπει να επιλέξεις πού θα μοιράσεις τα βάρη. Εμείς, λοιπόν, επιλέξαμε να μην μοιράσουμε τα βάρη σε αυτούς οι οποίοι τα τελευταία έξι χρόνια έχουν υποστεί δώδεκα συνεχείς οριζόντιες μειώσεις στις συντάξεις τους.
Επιλέξαμε, λοιπόν, να κάνουμε κάτι που, όταν σας ζήτησα συναίνεση, κύριε Μητσοτάκη, στο Συμβούλιο των πολιτικών Αρχηγών – δεν ήσασταν εσείς, ήταν ο κ. Πλακιωτάκης – πολλοί μου είπαν τότε ότι στην πραγματικότητα αυτό που θέλω είναι να τετραγωνίσουμε τον κύκλο.
Κι όμως, σήμερα, φέρνουμε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, χωρίς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, που δεν έχει ούτε ένα ευρώ μείωση στις κύριες συντάξεις και που δεν έχει μείωση ούτε ένα ευρώ στη συντριπτική πλειονότητα των επικουρικών συντάξεων.
Κλείνω, λέγοντάς σας το εξής: Το πρωτογενές πλεόνασμα που φέραμε εμείς, κύριε Μητσοτάκη, το 1% πάνω από τον στόχο –διότι μιλάνε κάποιοι εδώ και λένε «το ΕΚΑΣ, τι γίνεται με το ΕΚΑΣ». Το πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή το 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ –γιατί αυτό σημαίνει 1% πάνω από τον στόχο- δεν είναι μόνο κάποιοι αριθμοί. Βεβαίως είναι αριθμοί, αλλά αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι έχουμε τη δυνατότητα αυτό το 1,7 όχι να το δώσουμε όπως εσείς, που δώσατε τότε 300 εκατομμύρια για να εξυπηρετήσετε τις πελατειακές σας σκοπιμότητες σε μια συγκεκριμένη μερίδα πολιτών, αλλά προκειμένου το ΕΚΑΣ, που σταδιακά θα σβήσει μέχρι το 2018, να αντικατασταθεί μέσα από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και μέσα από την κοινωνική πολιτική, που θα συνεχιστεί απέναντι στην ανθρωπιστική κρίση. Εκεί θα πάνε τα χρήματα του πλεονάσματος που εμείς καταφέραμε και όχι για να κάνουμε πελατειακή στρατηγική.