Κυρίες και κύριοι,
στην πολιτική ζωή του τόπου, υπάρχει μια φράση που επαναλαμβάνεται συχνά: ότι η Παιδεία είναι εθνική υπόθεση. Και άρα δεν προσφέρεται για μικροκομματικές, μικροπολιτικές επιδιώξεις και τακτικές.
Κατά τη γνώμη μου, θα έλεγα ότι κανένα ζήτημα δεν θα έπρεπε να προσφέρεται ή να αντιμετωπίζεται για μικροκομματικές επιδιώξεις και τακτικές. Αλλά, κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, κάθε σημαντικό θέμα που αφορά και βασικό τομέα ευθύνης κυβερνητικής ή μη, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πεδίο βελτίωσης της καθημερινής ζωής των πολιτών και ενίσχυσης του δημόσιου συμφέροντος.
Ειδικά, όμως, η εκπαιδευτική πολιτική, δεν αφορά μόνο την καθημερινότητα. Αφορά την μακρά προοπτική της χώρας. Τους δρόμους του μέλλοντος που θα περπατήσουν οι παρούσες και οι επόμενες γενιές. Και για αυτό το λόγο η Παιδεία είναι ένα αντικείμενο υψηλής κοινωνικής σημασίας. Μια σπουδαία κοινωνική υπόθεση.
Αυτό μας οδηγεί στην ανάγκη, όταν προχωράμε σε μεταρρυθμίσεις και τομές στο χώρο της εκπαίδευσης, αυτές ανεξαρτήτως από το ιδεολογικό πρόσημο, να είναι γερά θεμελιωμένες.
Το ευκταίο, μάλιστα, είναι αυτές οι αλλαγές να απηχούν και ένα σχέδιο κοινωνικής αποδοχής, ώστε να μην έχουμε διαρκείς ανατροπές και αναστατώσεις.
Ασφαλώς, δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε μία πλαστή ή εξαναγκασμένη συναίνεση.
Γιατί συνήθως, αυτού του είδους οι συναινέσεις έχουν κοντά ποδάρια και δεν αφορούν την μακρά προοπτική της εκπαίδευσης. Αντιθέτως, θα έλεγα, σκοπεύουν σε αυτό που αρχικά θεώρησα ως απορριπτέο. Σε ένα κυνήγι εντυπώσεων.
Η ίδια η κοινωνική διάσταση της εκπαιδευτικής πολιτικής, μας αναγκάζει να μην ξορκίζουμε τις διαφωνίες. Είναι προφανές ότι θα υπάρχουν διαφωνίες, σε ότι αφορά και το περιεχόμενο και την προοπτική. Ακόμη και συγκρούσεις. Οι πολιτικές παρεμβάσεις, άλλωστε, όλων των πολιτικών δυνάμεων, επιχειρούν πάντα να πάρουν θέση ανάμεσα σε διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα, σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και ιδεολογίες.
Δεν μπορεί, λοιπόν και δεν χρειάζεται, να συμφωνούμε στα πάντα. Όλοι μας έχουμε και τις κοινωνικές μας αναφορές -ταξικές τις λέμε εμείς- και τις ιδεολογικές διαφορές. Και η Παιδεία, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε σε αυτό από όποια προσέγγιση και αν το κοιτάμε, δεν ήταν και ποτέ δεν ούτε θα γίνει ποτέ ένα ζήτημα ουδέτερο, ακόμη κι αν κάποιες φορές επιχειρείται να παρουσιαστεί έτσι.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά. Και στην περίπτωσή μας, επιτρέψτε μου να πω ότι τα βασικά δεν είναι λίγα, τα βασικά είναι πολλά και είναι σημαντικά.
Χρειαζόμαστε έναν μπούσουλα. Χρειαζόμαστε γενικές αρχές. Και αν στο περιεχόμενο της Παιδείας και εξαιτίας αυτών των πολιτικών διαφορών που αναφέρθηκα πιο πριν, είναι λιγότερο εύκολο να ομονοήσουμε, μπορούμε τουλάχιστον να ξεκινήσουμε από τις υλικές της προϋποθέσεις. Μπορούμε να ξεκινήσουμε να βρούμε ένα πεδίο συμφωνίας, κοινής βάσης από τα οικονομικά της εκπαίδευσης. Από τους πόρους που απαιτούνται.
Όμως, η συζήτηση για τις χρηματικές δαπάνες, δεν είναι μια συζήτηση τεχνική. Πίσω από τη συζήτηση αυτή κρύβονται ανάγκες, βρίσκονται άνθρωποι, βρίσκονται οι εκπαιδευόμενοι και οι εκπαιδευτικοί. Βρίσκονται οι οικογένειες των μεν και των δε, που τους στηρίζουν στην προσπάθειά τους.
Για παράδειγμα, το πόσους εκπαιδευτικούς και το πόσα σχολεία έχει ανάγκη η χώρα μας δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Σχετίζεται τόσο με τον στόχο, όσο και τις επιδιώξεις του σχολείου. Σχετίζεται όμως και με την εδαφική ιδιομορφία της χώρας μας, άρα και με την πολιτική μας δέσμευση, μία δέσμευση που νομίζω ότι θα πρέπει να είναι αυτονόητη για κάθε κυβέρνηση από όποια σκοπιά κι αν θωρεί τα προβλήματα της Παιδείας, ώστε να μην αφήσουμε τα παιδιά μας, τα ελληνόπουλα, σε κανένα σημείο της χώρας και στο πιο απομακρυσμένο χωριό και στο πιο απομακρυσμένο νησί, χωρίς δάσκαλο, χωρίς σχολειό.
Οι απαντήσεις, όμως, στα ζητήματα αυτά, περνάνε οπωσδήποτε και μέσα από μια τεχνική μελέτη. Και νομίζω ότι αυτός θα είναι ο βασικός άξονας δουλειάς που θα κληθεί αυτή η επιτροπή να φέρει εις πέρας.
Μία μελέτη που θα συγκρίνει τις παροχές με τις αντίστοιχες δαπάνες των εκπαιδευτικών συστημάτων της Ευρώπης και θα τις αξιοποιήσει ως εργαλείο για να διαχειριστούμε τις εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας μας.
Ώστε να επιτευχθούν, έτσι, δύο στόχοι. Αφενός, να διαμορφωθεί μια κοινή δεσμευτική βάση των πολιτικών δυνάμεων για ένα επίπεδο εκπαιδευτικών παροχών, κάτω από το οποίο κανείς δεν θα δικαιούται να οδηγήσει τη χώρα. Αφετέρου, να έχουμε πια στα χέρια μας ένα εργαλείο που θα μας βοηθάει να γνωρίζουμε τις ανάγκες βελτίωσης του συστήματος, αλλά και το αντίστοιχο κόστος αυτών των αναγκών.
Σήμερα, ως κυβέρνηση εμείς δεσμευόμαστε πως δεν θέλουμε αυτή η επιτροπή να είναι μία επιτροπή που απλά θα κλωθογυρνάει ζητήματα, θα συζητάει χωρίς να υπάρχει αποτέλεσμα. Δηλαδή, δεσμευόμαστε ότι το αποτέλεσμά της, όποιο κι αν είναι αυτό, θα το αξιοποιήσουμε.
Δεσμευόμαστε πως χρησιμοποιώντας το πόρισμά της, θα καταφέρουμε στα επόμενα τρία χρόνια να έχουμε κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα στην σημερινή κατάσταση και στο κοινά αποδεκτό επίπεδο λειτουργίας της εκπαίδευσης.
Και βεβαίως δεσμευόμαστε πως θα συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια που ήδη έχουμε αναλάβει με πολύ μεγάλες δυσκολίες, το αποτέλεσμα θα το κρίνουν οι πολίτες βεβαίως, την προσπάθεια να ανατρέψουμε αυτή την κατηφορική πορεία στην οποία έχει μπει η εκπαίδευση στη χώρα μας, ιδίως στα χρόνια της κρίσης, στα χρόνια των μνημονίων.
Όπως είπα και πριν, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε όλα, ούτε είναι αυτό το ζητούμενο της επιτροπής. Κάνουμε, όμως, εδώ μια καλή αρχή.
Και θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων παρά τις προφανείς διαφορές, ιδεολογικές και πολιτικές, συμφώνησαν να προτείνουν επιστήμονες για να απαρτίσουν αυτή την επιτροπή.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θέλω να ευχηθώ καλή αρχή, καλή δουλειά και καλά αποτελέσματα και να επαναλάβω τη δέσμευσή μας, να αξιοποιήσουμε τα αποτελέσματα αυτά. Και νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι μία δέσμευση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και όλων των πολιτικών δυνάμεων που πήραν την ευθύνη να προτείνουν ανθρώπους, κατά γενική ομολογία άξιους και ικανούς, να συνεισφέρουν σε μία εθνική ανάγκη. Την διαμόρφωση μιας βάσης για την εκπαιδευτική μας πολιτική και την προοπτική μιας δημόσιας εκπαίδευσης που θα αξίζει στους κόπους των Ελλήνων πολιτών, που επιδιώκουν και αγωνιούν για αυτό το σημαντικό αγαθό που είναι η μόρφωση της νέας γενιάς, η μόρφωση των παιδιών τους.