Ομιλία στην παρουσίαση της Εθνικής Στρατηγικής για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση 2017-2019

Φίλες και Φίλοι

Κυρίες και κύριοι,

Η υλοποίηση της στρατηγικής για τη διοικητική μεταρρύθμιση, την οποία παρουσιάζουμε σήμερα, αποτελεί μέρος ενός συνολικού σχεδίου αλλαγών και μετασχηματισμών, με στόχο την Ελλάδα της επόμενης ημέρας, την Ελλάδας της επόμενης δεκαετίας, θα έλεγα τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, που σε τέσσερα χρόνια από σήμερα, το 2021 θα γιορτάζει τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους

Και σημαντικά μέρη αυτού του συνολικού  σχεδιασμού για την Ελλάδα του αύριο, αποτελούν όλες οι εμβληματικού χαρακτήρα μεταρρυθμιστικές τομές που προωθούμε παράλληλα με τη σκληρή προσπάθεια να πετύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους και να βγούμε από αυτή την πολυετή μέγγενη, αυτή την πολυετή επιτροπεία στην οποία έχει μπει η χώρα μας από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα.

Και αναφέρομαι κυρίως, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, στην εκπόνηση του εθνικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και στις μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές που προωθούμε στην Παιδεία, με το νέο Λύκειο και το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Υγεία, με τη μεγάλη αυτή μεταρρύθμιση για την πρωτοβάθμια φροντίδα, αλλά και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με τον εκσυγχρονισμό του Καλλικράτη.

Απώτερος στόχος αυτού του συνολικού μεταρρυθμιστικού σχεδιασμού, είναι μια Ελλάδα με πλήρως ανακτημένη την εθνική της κυριαρχία. Δηλαδή, τη δυνατότητα να μπορεί να πατάει αυτοδύναμα στα πόδια της, να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις σε έναν ανταγωνιστικό σύγχρονο κόσμο.

Μία Ελλάδα η οποία θα μπορεί να εξασφαλίζει για τον λαό της ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη.

Έτσι οραματιζόμαστε την Ελλάδα μετά τα μνημόνια, έτσι οραματιζόμαστε την Ελλάδα μετά την κρίση.

Και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η επικαιροποιημένη εθνική μας στρατηγική για τη διοικητική μεταρρύθμιση που παρουσιάζουμε σήμερα. Μια μεταρρύθμιση, που θα βάλει τα θεμέλια για το ελληνικό κράτος των επόμενων γενεών.

Το ελληνικό κράτος όλων των πολιτών, ολόκληρης της κοινωνίας. Το κράτος της προσφοράς και της πραγματικής υπηρεσίας στον πολίτη. Το κράτος που θα στρέφεται προς τους πολίτες αντί να απαιτεί από τους πολίτες. Το κράτος που δεν θα έχει καμία σχέση με ό,τι βιώσαμε ως σήμερα και με ό,τι γνωρίζουμε ως σήμερα.

Η υλοποίηση του συνολικού αυτού σχεδίου, όπως ακούσατε, έχει ορίζοντα τριετίας και θα μας οδηγήσει το 2020, σε ένα  δημόσιο σύγχρονο, αξιοκρατικό, διαφανές και αποτελεσματικό.

Ένα δημόσιο στην υπηρεσία των πολιτών, που θα εξασφαλίζει την υλοποίηση ενός διπλού στόχου: Από τη μια, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την οικονομική ανάπτυξη. Και από την άλλη, την προστασία των πιο αδύναμων πολιτών και την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Η μεταρρύθμιση αυτή, απαντά όμως και σε μια, θα έλεγα, ιστορική πρόκληση. Γιατί στοχεύει στην ολοκληρωτική υπέρβαση μίας νοσηρής κατάστασης που έχει τις ρίζες της στις απαρχές του ίδιου του ελληνικού κράτους. Και σίγουρα στη μεταπολεμική περίοδο.

Πολύ περισσότερο που, τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τους πόρους που εισέρευσαν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια και, παρά τις προσπάθειες εξευρωπαϊσμού που επέφερε η συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η δημόσια διοίκηση δεν βρέθηκε, δυστυχώς, ούτε κατ’ ελάχιστον σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς στον κοινωνικό της ρόλο.

Αντίθετα, εξελίχθηκε σε ένα συνονθύλευμα δομών και διαδικασιών, αποτελεσματικό μόνο στο να υψώνει φραγμούς και εμπόδια απέναντι στον πολίτη, απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στις επιχειρήσεις, απέναντι συνολικά σε ό,τι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως δημόσιο συμφέρον.

Ένα σύστημα προσανατολισμένο κυρίως στο να αυτοαναπαράγεται και να προσπαθεί να επιβιώνει σε κάθε συγκυρία, χρεώνοντας τον λογαριασμό στη χώρα χωρίς να αποδίδει τα προσδοκούμενα και τα οφειλόμενα προς τους πολίτες.

Ας  προσπαθήσουμε όμως, για να συλλάβουμε το μέγεθος αυτής της προσπάθειας αλλαγής που γίνεται με αυτή τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ας προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε το ελληνικό κράτος στη διαχρονική του εξέλιξη.

Γιατί η ιστορική κατανόηση του φαινομένου είναι το κλειδί για την πολιτική, τη στρατηγική, την επιχειρησιακή, ακόμη και τη θεσμική προσέγγιση του προβλήματος στη δημόσια διοίκηση και άρα των αναγκαίων αλλαγών για την επίλυσή του.

Χρειάστηκαν οκτώ ολόκληρες δεκαετίες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για να κατοχυρωθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

Και για να σταματήσει το φαινόμενο των ανθρώπων που έκλαιγαν στην πλατεία Κλαυθμώνος, κάθε τόσο που άλλαζε μια κυβέρνηση και οι νέες κυβερνήσεις πετούσαν στον δρόμο τους υπαλλήλους εκείνους που δεν ήταν της αρεσκείας τους, για να τοποθετήσουν τους δικούς τους.

Όμως, η αντίληψη του κράτους ως λάφυρο και ως εργαλείο πελατειακής πολιτικής, δεν άλλαξε ποτέ. Συνεχίστηκε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έως τα χρόνια της κρίσης. Με μαζικούς διορισμούς και αργότερα με στρατιές συμβασιούχων σε πολιτική ομηρεία.

Ακριβώς αυτή την αντίληψη για το κράτος-λάφυρο, θα έλεγα όμως ότι δείχνουν σήμερα και οι πονηρές δήθεν φιλελεύθερες ιδέες, γιατί νεοφιλελεύθερες είναι, οι πονηρές και δήθεν φιλελεύθερες ιδέες ορισμένων για την κατάργηση της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας στο δημόσιο.

Για να φτάσουμε τελικά στην στιγμή της κρίσης. Όταν το χρεωκοπημένο δικομματικό σύστημα που κυβερνούσε τη χώρα από τη μεταπολίτευση και επί σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες, δεν δίστασε καθόλου για να βγάλει την ετυμηγορία του για το αίτιο της χρεοκοπίας: Και δεν ήταν άλλο από το δημόσιο. Δεν ήταν οι πελατειακές σχέσεις, δεν ήταν η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, δεν ήταν τα θαλασσοδάνεια σε ημέτερους επιχειρηματίες, οι μίζες, η διαπλοκή, ήταν το δημόσιο.

Εν γένει το δημόσιο. Και φυσικά οι δημόσιοι υπάλληλοι και η κοινωνική πλειοψηφία μαζί με αυτούς, γιατί ως γνωστόν -όπως μας είπαν τα πρώτα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων- τα χρόνια της ευημερίας όλοι μαζί τα φάγαμε. Και αυτοί που μετέφεραν τα εκατομμύρια των κερδών τους στο εξωτερικό και αυτοί που προσπαθούσαν να επιβιώσουν με μεγάλες δυσκολίες.

Έκτοτε και καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης οι εμπρηστικές, αλλά συνήθως ανακριβείς δηλώσεις για τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και οι καταγγελίες που συλλήβδην τους ενοχοποιούσαν, ήταν μέρος της καθημερινής ρητορικής στον δημόσιο λόγο.

Όλα αυτά δηλητηρίασαν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Και ενεργοποίησαν μία ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη λογική κοινωνικού αυτοματισμού, στην οποία βεβαίως και η παρουσιάστρια-δημοσιογράφος της σημερινής εκδήλωσης αναφέρθηκε στην εισαγωγή, λέγοντας ότι: σήμερα στην ελληνική κοινωνία καλώς ή κακώς όταν ακούμε την έννοια δημόσιος υπάλληλος δεν έχουμε ένα θετικό πρόσημο.

Το δημόσιο, λοιπόν, στα χρόνια της κρίσης από το παιδί του συστήματος έγινε το αποπαίδι του. Πάνω στο οποίο προσπάθησαν να φορτώσουν ορισμένοι όλες τις αμαρτίες της χώρας. Κυρίως, όμως, τις δικές τους αμαρτίες. Τις αμαρτίες ενός δικομματικού συστήματος εναλλαγής στην εξουσία με έντονα τα χαρακτηριστικά της πελατειακής και ρουσφετολογικής νοοτροπίας.

Το αποκορύφωμα αυτής της νέας κοπής νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού και της προσπάθειας για ενοχοποίηση συλλήβδην της δημόσιας διοίκησης, το είδαμε τα τελευταία χρόνια πριν από τις εκλογές του 2015. Όταν επί Υπουργίας του σημερινού αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μάθαμε ότι μεταρρύθμιση δεν σημαίνει αξιοκρατία, αλλά σημαίνει απολύσεις. Όταν επίσης μάθαμε ότι αναδιοργάνωση και κινητικότητα, σημαίνει κατάργηση ζωτικών υπηρεσιών και βίαιες μετακινήσεις. Και ότι αριστεία σημαίνει ανάθεση των θέσεων ευθύνης στους αρεστούς του Υπουργού. Και ότι, αντίθετα με κάθε επιστημονική άποψη, η αξιολόγηση δεν αποσκοπεί στη βελτίωση των δομών και του προσωπικού. Αλλά αποβλέπει στις απολύσεις και τον εκφοβισμό των δημοσίων λειτουργών.

Και έτσι, λοιπόν, έχουμε φτάσει σήμερα στο σημείο να είναι τέτοια η διαστρέβλωση των όρων, που όχι μόνο έχει αρνητικό πρόσημο στη συλλογική συνείδηση η λέξη δημόσιος υπάλληλος, αλλά δυστυχώς και η λέξη μεταρρύθμιση. Και πρέπει να δώσουμε έναν αγώνα, μια μάχη, για να αλλάξουμε αυτό το πρόσημο στη συλλογική συνείδηση και κυρίως να δώσουμε περιεχόμενο στην έννοια μεταρρύθμιση.

Επανέρχομαι όμως στην ιστορική αναδρομή, προκειμένου  να μην υποπέσω στο λάθος και στη μεγάλη παράληψη να μην αναφερθώ και να μην αναγνωρίσω και κάποιες θετικές προσπάθειες που έγιναν στη μεταπολιτευτική διαδρομή, ιδίως τη δεκαετία του ΄80, για τον εκδημοκρατισμό και τον εξορθολογισμό του κράτους.

Η ίδρυση του ΑΣΕΠ, η ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, η καταγραφή των δικαιωμάτων του πολίτη στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η δημιουργία αργότερα των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών, η θεσμοθέτηση της Διαύγειας, είναι βήματα που έφεραν σοβαρές και θετικές αλλαγές στον παραδοσιακό τρόπο στελέχωσης και λειτουργίας του κράτους.

Ίσως το βασικό πρόβλημα όλων αυτών των σοβαρών και θετικών βημάτων να ήταν η αποσπασματικότητά τους.

Επιχειρούσαν να επιφέρουν μεμονωμένες αλλαγές, χωρίς δηλαδή να εντάσσονται σε κάποιο ευρύτερο συγκροτημένο και συγκεκριμένο σχέδιο. Ή ακόμη χειρότερα, σε κάποιες περιπτώσεις απουσίαζε και η ισχυρή πολιτική βούληση, για να στηριχθούν αυτές οι αλλαγές.

Πόσο μάλλον για να υπηρετηθεί μια ευρύτερη στρατηγική, που θα οδηγούσε σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης του ελληνικού κράτους.

Ας δούμε ένα πολύ απλό παράδειγμα της αποσπασματικότητας με την οποία αντιμετωπιζόταν για χρόνια η διοίκηση στη χώρα μας:

Μέχρι το 2015, έχουν δαπανηθεί για τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών δισεκατομμύρια ευρώ, όχι εκατομμύρια. Δισεκατομμύρια ευρώ. Και παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό κράτος παρέμεινε, δυστυχώς, ψηφιακά σχεδόν αναλφάβητο. Το ερώτημα είναι πού πήγαν αυτά τα χρήματα;

Επιτρέπεται, μετά από τόσα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, να μην υπάρχει στοιχειωδώς διαλειτουργικότητα μεταξύ των συστημάτων;

Επιτρέπεται να μην έχει ο επιχειρηματίας ή και ο πολίτης ο κάθε πολίτης, τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τη συναλλαγή του με το δημόσιο, ακόμα και την έκδοση ενός απλού πιστοποιητικού, από τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή ή το κινητό του τηλέφωνο από το σπίτι του, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες που έχουν δαπανήσει αντίστοιχα ποσά;

Η ψηφιακή υστέρηση της ελληνικής διοίκησης, φίλες και φίλοι, είναι μία ακόμη εκδήλωση του φαινομένου της έλλειψης ολοκληρωμένης στρατηγικής. Από την υστέρηση αυτή πηγάζουν και πάρα πολλά από τα επιμέρους προβλήματα. Και η ίδια αυτή η υστέρηση πηγάζει από τη νοοτροπία και την πρακτική του πολιτικού προσωπικού που διαχειρίστηκε τη χώρα έως το 2015 και την οδήγησε, άλλωστε, και στο χείλος της χρεοκοπίας.

Η δική μας στρατηγική, λοιπόν, ξεκινά , θα έλεγα, από την προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στον πυρήνα του. Γι’ αυτό, κυρίαρχος άξονας της στρατηγικής μας αποτελεί η προσπάθεια αποκομματικοποίησης της δημόσιας διοίκησης. Όχι απολιτικοποίησης, είναι λάθος έκφραση. Αποκομματικοποίησης της δημόσιας διοίκησης.

Το νέο αντικειμενικό σύστημα επιλογής προϊσταμένων στη δημόσια διοίκηση, η σύσταση του μητρώου επιτελικών στελεχών, το  ενιαίο σύστημα κινητικότητας, είναι μερικά μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ξεκάθαρη βούλησή μας για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης και ακομμάτιστης διοίκησης.

Η επικαιροποιημένη στρατηγική για τη διοικητική μεταρρύθμιση 2017-2019 θέτει σε εφαρμογή ένα ευρύ πλέγμα παρεμβάσεων σε όλο το φάσμα των λειτουργιών της διοίκησης.

Στην κατεύθυνση της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας, γιατί αυτό είναι εξίσου σημαντικό. Της λογοδοσίας της διοικητικής δράσης. Αλλά και στην κατεύθυνση της ποιοτικής εξυπηρέτησης πολιτών και  επιχειρήσεων.

Δεν θα επαναλάβω τους άξονες της στρατηγικής, οι οποίοι αναπτύχθηκαν ενδελεχώς από τους προηγούμενους ομιλητές.

Θα ήθελα όμως να εστιάσω, αν μου επιτρέπετε, σε κάποια βασικά σημεία, σε τρία βασικά σημεία:

Σημείο πρώτο: Για πρώτη φορά υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αναδιοργάνωση διοικητικών δομών και ταυτόχρονα για τη βελτίωση, απλοποίηση και ψηφιοποίηση  των διαδικασιών. Σχέδιο που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία νέων σύγχρονων οργανισμών και φορέων του δημοσίου. Σχέδιο που περιλαμβάνει την απλοποίηση και ψηφιοποίηση βασικών διοικητικών διαδικασιών. Και  τη δημιουργία μητρώου διαδικασιών σε κάθε δημόσιο φορέα.

Ακόμα, το σχέδιο αυτό στοχεύει στην απλοποίηση των συναλλαγών του πολίτη με το δημόσιο. Με απώτερο στόχο: Το 2020 να οδηγηθούμε στο Ψηφιακό Δημόσιο. Όλες οι βασικές συναλλαγές των πολιτών με το Δημόσιο να ολοκληρώνονται, μέσω του υπολογιστή μας ή του tablet ή του κινητού μας τηλεφώνου, μέσα από το πάτημα των κουμπιών και όχι κατ’ ανάγκη μέσα από τη φυσική μας παρουσία στις δημόσιες υπηρεσίες.  Και πιστέψτε με, εάν το καταφέρουμε αυτό, που δουλεύουμε για να το καταφέρουμε και θα το καταφέρουμε αυτό, τα Υπουργεία Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Ψηφιακής Πολιτικής –που είναι καινοτομία ότι το ιδρύσαμε και κάποιοι μας χλεύαζαν γι’ αυτό- συνεργάζονται πολύ στενά για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Και πιστεύω ότι όταν το πετύχουμε αυτό, ίσως θα είναι το μεγαλύτερο βήμα εκσυγχρονισμού για την ελληνική δημόσια διοίκηση, που θα έχει συμβεί στα σύγχρονα χρόνια, στη σύγχρονη εποχή και με άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα του πολίτη.

Θα μου επιτρέψετε, στο σημείο αυτό να αναφερθώ ειδικά και σε ένα άλλο κεφάλαιο αυτού του σχεδιασμού: Στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μέσω της απλοποίησης των σχετικών διαδικασιών αδειοδότησης.  Ήδη έχουν γίνει σημαντικά βήματα:

Με τον νέο νόμο που ψηφίσαμε στο τέλος του 2016 (Ν. 4442/2016) απλοποιήσαμε ριζικά την αδειοδότηση των επιχειρήσεων. Ήδη περισσότερες από 11.000 επιχειρήσεις έχουν επωφεληθεί από αυτό το νέο σύστημα αδειοδότησης.

Τους προσεχείς μήνες η Ελλάδα θα καταστεί μία από τις πρώτες χώρες παγκοσμίως, όπου η σύσταση επιχειρήσεων θα καταστεί μία πλήρως ψηφιοποιημένη διαδικασία.

Σημείο δεύτερο: Το ολοκληρωμένο σχέδιο για την αξιολόγηση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Ένα σχέδιο που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:

Δράσεις διαρκούς επιμόρφωσης, με έμφαση στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων. Ιδιαίτερη έμφαση αξίζει να δοθεί στη θεσμική συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου,  για την παροχή κινήτρων σε υπαλλήλους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,  για την απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών στο αντικείμενο της δημόσιας διοίκησης.

Περιλαμβάνει, επίσης, την εφαρμογή του νέου συστήματος στοχοθεσίας και αξιολόγησης του ανθρώπινου δυναμικού. Την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης περιγραμμάτων θέσεων εργασίας. Και την εφαρμογή των νέων συστημάτων κινητικότητας και επιλογής προϊσταμένων.

Περιλαμβάνει όμως και τον μακροχρόνιο προγραμματισμό των προσλήψεων, στη βάση όχι των πολιτικών σκοπιμοτήτων της εκάστοτε κυβέρνησης και του εκάστοτε υπουργού, αλλά στη βάση των πραγματικών αναγκών της διοίκησης. Οι προσλήψεις πλέον δεν θα γίνονται αυθαίρετα και απρογραμμάτιστα.

Για πρώτη φορά, αναπτύσσεται ένας μηχανισμός ανάλυσης και αποτύπωσης των αναγκών του δημοσίου στα κενά που έχει, των αναγκών δηλαδή για προσλήψεις, μέσα από την αξιοποίηση των περιγραμμάτων θέσεων εργασίας και την ολοκλήρωση της αναμόρφωσης του κλαδολογίου των δημοσίων υπαλλήλων.

Στόχος, είναι ο έγκαιρος προγραμματισμός των προσλήψεων, με προτεραιότητα που –επαναλαμβάνω- θα αντιστοιχεί στις πραγματικές ανάγκες της διοίκησης.

Και οφείλω εδώ να πω, ότι κόντρα σε αυτόν τον νεοφιλελεύθερης κοπής λαϊκισμό και στα ψεύδη των ημερών, όλες οι επίσημες μελέτες αποδεικνύουν ότι η απασχόληση στον  δημόσιο τομέα ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα, βρίσκεται χαμηλότερα σε σχέση  με το μέσο όρο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.

Αποδεικνύεται όμως και κάτι ακόμη πιο σοβαρό. Κάτι όχι και τόσο θετικό. Αρνητικό θα έλεγα. Ότι το ανθρώπινο δυναμικό των δημοσίων υπαλλήλων στη χώρα μας είναι «γηρασμένο». Και αυτό βεβαίως είναι συνέπεια των πολιτικών της περιόδου 2010-2014.

Ειδικότερα στην ηλικιακή ομάδα 18-34, η χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με τα άλλα κράτη του ΟΟΣΑ.

Το φαινόμενο αυτό, όπως εύκολα μπορεί κανείς να κατανοήσει, στέρησε τα τελευταία χρόνια από την ελληνική δημόσια διοίκηση τη δυνατότητα εισροής νέας γνώσης, την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης σε νέα σύνθετες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.

Θέλω, λοιπόν, ακριβώς σε αυτό το σημείο να ανακοινώσω, διακινδυνεύοντας, βεβαίως, αψηφώντας όμως τον κίνδυνο -διότι είναι βεβαιότητα δεν είναι κίνδυνος- ότι κάποιες έγκυρες και έγκριτες εφημερίδες αύριο θα λένε «έταξε προσλήψεις στο Δημόσιο ο Τσίπρας χθες». Διακινδυνεύοντας, λοιπόν, για άλλη μια φορά, θέλω να ανακοινώσω για την ανάγκη της δημόσιας διοίκησης ότι από τα μέσα του 2018 -καθώς θα βγαίνουμε από το φάσμα της επιτροπείας- θα προχωρήσουμε στην προκήρυξη γραπτών διαγωνισμών, μέσω ΑΣΕΠ, για την προσέλκυση νέων πτυχιούχων στο δημόσιο τομέα.

Προκειμένου μάλιστα να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή στους διαγωνισμούς αυτούς, καταξιωμένων ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, εξετάζουμε σοβαρά τη θέσπιση πρόσθετων κινήτρων, που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό και την επανεγκατάσταση τους στην Ελλάδα. Αντιλαμβάνεστε ότι είναι μια προσπάθεια, ένα μέτρο που αποσκοπεί μεταξύ άλλων, μεταξύ του βασικού στόχου δηλαδή, που είναι να δώσουμε ξανά στο δημόσιο ανθρώπους με γνώσεις, με ισχυρό επιστημονικό υπόβαθρο και με την όρεξη για δουλειά των νέων ανθρώπων, να αντιμετωπίσουμε όμως και το φαινόμενο του λεγόμενου brain drain, της φυγής δηλαδή στο εξωτερικό μορφωμένων και ειδικευμένων ανθρώπων, που ήταν χαρακτηριστικό φαινόμενο της κρίσης.

Και έρχομαι στο τελευταίο και τρίτο Σημείο, που είναι η υλοποίηση του έργου «Εθνική Πύλη για την Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας».

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο. Ένα εργαλείο που θα εξασφαλίζει τον ενιαίο τρόπο νομοθέτησης, καθώς και κωδικοποίησης της υφιστάμενης και της μελλοντικής νομοθεσίας, στη βάση καθορισμένων προτύπων και διαδικασιών, που μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυτή η διαρκής αναποτελεσματικότητα και το γνωστό βραχυκύκλωμα της δημόσιας διοίκησης.  Νόμων, δηλαδή, που ο ένας επικαλύπτει τον άλλο, παράλληλων και επάλληλων νόμων.

Θα ήθελα να κλείσω την περιγραφή μου στα ειδικότερα περιεχόμενα της εθνικής στρατηγικής, με μια αναφορά στις συντονισμένες δράσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο Δημόσιο.

Ξεκινώ από το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις. Ήδη από τον Μάρτιο του 2015 διεκδικήσαμε από τα ευρωπαϊκά όργανα και πέτυχε τη θεσμοθέτηση ενός θεσμικού πλαισίου, ολοκληρωμένου και λειτουργικού, για τις δημόσιες συμβάσεις, με ενσωμάτωση όλων των ευρωπαϊκών κανόνων για όλα ανεξαιρέτως τα είδη των συμβάσεων (έργα, μελέτες, υπηρεσίες και προμήθειες).

Με αυτό τον τρόπο πετύχαμε την εγκαθίδρυση ανοικτών διαγωνιστικών διαδικασιών που ενισχύουν τη διαφάνεια και διασφαλίζουν την αποφυγή ανάπτυξης φαινομένων διαφθοράς και κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος.

Περαιτέρω, ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα και βελτιώνεται η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στους διαγωνισμούς.

Πέραν αυτού, με τη σύσταση της Γενικής Γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και  την αναβάθμιση του ρόλου της Γενικής Επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης, έχουμε εξασφαλίσει τον καλύτερο συντονισμό όλων των ελεγκτικών σωμάτων της διοίκησης και υλοποιούμε σειρά δράσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς.

Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά. Δεν περιοριζόμαστε, όμως, σε αυτό.

Προχωρούμε στην υιοθέτηση νέων, εξειδικευμένων και στοχευμένων δράσεων με απώτερο σκοπό την πάταξη της διαφθοράς σε όλους τους τομείς που διέπουν την Δημόσια Διοίκηση, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.

 

Φίλες και Φίλοι,

Κλείνω με μια αναφορά που έχει μια θεωρητική αξία.

Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης και τα χρόνια της εσκεμμένης δαιμονοποίησης του δημόσιου χώρου, όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων, όχι μόνο του δημοσίου, του δημόσιου χώρου, της δημόσιας σφαίρας, κυρίαρχο σημείο αντιπαράθεσης ήταν αυτή η αντιπαράθεση γύρω από το μέγεθος και τον ρόλο του κράτους. Στην αντιπαράθεση αυτή κυριάρχησε η ρητορική της πλευράς όσων στο όνομα των πραγματικών αδυναμιών, των μεγάλων αδυναμιών και της αναποτελεσματικότητας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης υπερασπίστηκαν με πάθος την ιδέα του μικρού κράτους. Και σε όσους έλεγαν ότι δεν είναι το βασικό κριτήριο το μικρό ή το μεγάλο, αλλά το περιεχόμενο, πολύ εύκολα έβαζαν την ετικέτα, τη ρετσέτα, του κρατιστή. Ακόμα και σε πολιτικές δυνάμεις και σε διανοούμενους, που για χρόνια είχαν συγκρουστεί με μοντέλα κρατισμού που κυριάρχησαν στην Ανατολική Ευρώπη ως πρότυπα δήθεν του νέου κόσμου, της νέας κοινωνίας, που αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες.

Ωστόσο, αυτοί που θέλουν το κράτος πάντα μικρότερο απ’ ό,τι είναι –και ας δείχνουν τα επίσημα στοιχεία των διεθνών οργανισμών ότι είναι ήδη αρκετά μικρό- αυτοί που θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να είναι μικρό, ώστε να παρεμβαίνει ελάχιστα, να αφήνει τα πράγματα ανεξέλεγκτα, τους μικρούς στο έλεος των μεγάλων και τους αδύναμους έρμαιο των δυνατών.

Ένα κράτος που θα ελέγχει λίγο, ώστε να μπορούν όλα να ρυθμιστούν με βάση το δίκαιο του ισχυρότερου. Έτσι, ώστε τα κάθε είδους συμφέροντα να δρουν ασύδοτα, να λεηλατούν τους δημόσιους πόρους, να διαλύουν τον κοινωνικό ιστό, να απομυζούν τον εθνικό πλούτο, να διαλύουν την αγορά εργασίας, να σχηματίζουν καρτέλ στην αγορά, να ελέγχουν τη δημόσια δύναμη.

Όλοι αυτοί, το αξιοπερίεργο είναι ότι για δεκαετίες τα προηγούμενα χρόνια ήταν οι ίδιοι που χρησιμοποίησαν κατά κόρον και με αναίσχυντο τρόπο το κράτος, ως μηχανισμό νομής και διανομής πόρων και εξουσίας.

Και είναι ακριβώς αυτοί που επιχειρούν σήμερα να αντιστρέψουν την πραγματικότητα, ασκώντας κριτική εκεί που από σεμνότητα τουλάχιστον θα όφειλαν να σιωπούν. Τολμούν, για παράδειγμα, να μιλούν για διορισμούς στο δημόσιο εκείνοι που με την ισχύ τους, την πολιτική τους διαδρομή οι ίδιοι, οι οικογένειές τους, χρησιμοποίησαν το δημόσιο ως κομματικό παραμάγαζο. Τολμούν να μιλούν για μετακλητούς αυτοί που μετέτρεψαν επί δεκαετίες τα πολιτικά γραφεία των υπουργείων σε κομματικούς στρατώνες.

Απέναντι, όμως, σε όλη αυτή την αντίληψη βρίσκεται μια άλλη αντίληψη καθόλου κρατικίστικη. Μια  αντίληψη που εντοπίζει το βασικό πρόβλημα του κράτους, όχι στο μέγεθος, αλλά στον τρόπο λειτουργίας του.

Σύμφωνα, λοιπόν, με  αυτή την άλλη αντίληψη, που είναι η δική μας αντίληψη, το κράτος πρέπει να είναι τόσο μικρό και τόσο μεγάλο, όσο χρειάζεται για να προστατεύει τους αδύναμους έναντι των ισχυρών και να δίνει ευκαιρίες στους μικρούς να αναπτυχθούν και να συνεισφέρουν στη γενική ανάπτυξη. Ένα κράτος ικανό να υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον. Να αποτρέπει τις ανίερες και παράνομες συμμαχίες που δημιουργούν τραστ. Να επιβάλει καθαρούς κανόνες ανταγωνισμού στην αγορά. Να διασφαλίζει ότι το παιχνίδι θα είναι καθαρό και ισότιμο για όλους. Να δημιουργεί προϋποθέσεις καθολικής και αειφόρου ανάπτυξης. Και βεβαίως να εργάζεται με πραγματικά παραγωγικό τρόπο, υπερασπιζόμενο πάντοτε το δημόσιο συμφέρον, τη διαφάνεια και τη νομιμότητα και να υπηρετεί τον πολίτη και τις ανάγκες του.  Αυτή, φίλες και φίλοι, είναι η δική μας αντίληψη.

Με τη μεταρρύθμιση που σας παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, με ολιστική προσέγγιση της διοίκησης και με την ανεκτίμητη βοήθεια της γαλλικής κυβέρνησης σε αυτή την προσπάθεια, επιχειρούμε να αλλάξουμε ριζικά την πραγματικότητα της σημερινής δημόσιας διοίκησης και να θέσουμε τα θεμέλια μιας αλλαγής ιστορικού χαρακτήρα.

Τρία χρόνια είναι ίσως πολλά για να πετύχουμε αυτά που θέλουμε άμεσα και λίγα για αυτά που χρειάζονται μακροπρόθεσμα.

Η τριετής στρατηγική για τη δημόσια διοίκηση είναι η σύνδεση των πρώτων βημάτων μας με το μέλλον. Είναι η αρχή μιας ευρύτερης δομικής μεταρρύθμισης, που θα αλλάξει τον τρόπο που θα λειτουργεί το κράτος, αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε το κράτος. Αλλά θα αλλάξει και τον τρόπο που εκείνο μας αντιμετωπίζει. Αποτελεί ίσως μια νέα  αρχή του ελληνικού κράτους. Ή για να το πω ακόμα πιο φιλόδοξα: Την αρχή του νέου ελληνικού κράτους.

Στο ερώτημα γιατί τόσα χρόνια δεν έγινε αυτό, δεν θέλω να απαντήσω. Θα πω μόνο πως έχω την απόλυτη βεβαιότητα πως εμείς μπορούμε, το πιστεύουμε, θα το προσπαθήσουμε και θα το κάνουμε πράξη.

Σας ευχαριστώ.