Ενημερωτικό σημείωμα για τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος

(Γ.Τ. Πρωθυπουργού/ Δημήτρης Παπαμήτσος)

Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε το απόγευμα της Τετάρτης, 26 Μαΐου, στη διαδικτυακή συζήτηση με τίτλο «200 χρόνια Ελεύθερης Ελλάδας: 1821-2021. Από το ιδεώδες στην πράξη της Δημοκρατίας, τότε και τώρα», την οποια διοργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.

Στη συζήτηση συμμετείχαν ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Βενιζέλος, ο καθηγητής του τμήματος Επιστήμης της Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Harvard Daniel Ziblatt, η Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστίνα Κουλούρη και η Εκτελεστική Διευθύντρια του Minda de Gunzburg Center for European Studies στο Πανεπιστήμιο Harvard, Elaine Papoulias. Τη συζήτηση συντόνισε ο βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Καιρίδης.

Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού (ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά).

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο Πρωθυπουργός σημείωσε:

Ευχαριστώ Δημήτρη, ευχαριστώ Σταύρο για την πρόσκληση. Ευχαριστώ Ελένη που επαναφέρεις κάποιες πολύ ευχάριστες αναμνήσεις. Πέρασα πολύ καιρό στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Harvard και θυμάμαι καλά την ομιλία του Helmund Kohl το 1990. Ήταν συναρπαστικοί καιροί. Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου ήμουν τελειόφοιτος στο Harvard. Ήταν έναν χρόνο πριν γραφτεί το «Τέλος της Ιστορίας» του Francis Fukuyama, όταν όλοι πιστέψαμε πως η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν μονόδρομος και όλοι σταδιακά θα κινούνταν προς αυτό τον τύπο διακυβέρνησης. Αυτή η φαντασίωση κράτησε 15 χρόνια και την απώθησε η άνοδος αυτού που αποκαλούμε «μη-φιλελεύθερη δημοκρατία» ή «αυταρχική διακυβέρνηση» σε όλο τον κόσμο.

Θα πρέπει να παραδεχτώ καθηγητά Ziblatt ότι διάβασα το βιβλίο σας («Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt) ενώ ο Joe Biden έκανε τις δικές του παρατηρήσεις και έχω εδώ ένα αντίτυπο με τις δικές μου σημειώσεις. Όταν διάβασα το βιβλίο, το 2018, παρατήρησα ότι αυτό ακριβώς που εσείς περιγράφετε ως απολυταρχική συμπεριφορά, παρουσιάστηκε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, όχι από μια κυβέρνηση λαϊκιστικής δεξιάς αλλά από την ριζοσπαστική αριστερά.

Επομένως, η πρώτη μου παρατήρηση είναι πως αυτού του τύπου η συμπεριφορά δεν ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογική οικογένεια. Οι τάσεις που επισημαίνετε στο βιβλίο σας, «ασθενής» προσήλωση στους δημοκρατικούς κανόνες, υπονόμευση των παραδοσιακών θεσμών, απόπειρα ελέγχου της Δικαιοσύνης, επίθεση σε βάρος των «συστημικών» ΜΜΕ και ιδιαίτερα η άρνηση της νομιμότητας των πολιτικών σου αντιπάλων, όλα αυτά ήταν χαρακτηριστικά του πολιτικού διαλόγου όταν ήμασταν στην αντιπολίτευση και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην εξουσία.

Ακόμη θυμόμαστε στην Ελλάδα ένα σλόγκαν που χρησιμοποιούσε ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο και που πιστεύω ότι τα λέει όλα: «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Υπήρξε σχεδόν μια αίσθηση πως μας μισούσαν, όχι λόγω των ιδεών μας, αλλά λόγω του ποιοι ήμασταν, ότι ουσιαστικά δεν είχαμε δικαίωμα να υπάρχουμε πολιτικά. Και αυτό θεώρησα ότι ήταν η πρόκληση όταν αναλάμβανα πρόεδρος ενός κεντροδεξιού κόμματος: το πώς αντιμετωπίζει κανείς μέσω δημοκρατικών μέσων κάτι που θεωρώ ότι μπορεί να αποτελεί όχι μόνο απειλή για την οικονομία αλλά και μια απειλή προς τους θεσμούς μας. Θέλω να επισημάνω -το ανέφερε και η Ελένη- πως ο Daniel δεν έγραψε μόνο ένα βιβλίο. Ένα δεύτερο βιβλίο που δεν έτυχε της ίδιας προσοχής από τους ακαδημαϊκούς είχε τίτλο «Τα συντηρητικά κόμματα και η γέννηση της Δημοκρατίας».

Στο βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» (ο Daniel) επισημαίνει κάτι πολύ εύστοχο που νομίζω είναι σχετικό με την ελληνική δημοκρατία, ότι δηλαδή η μεταρρύθμιση συντηρητικών κομμάτων ουσιαστικά μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης στην δημοκρατική αναγέννηση. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα. Όταν εφαρμόσαμε κάποιες ουσιαστικές αλλαγές και στη Νέα Δημοκρατία, ένα παραδοσιακό κεντροδεξιό κόμμα, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι ήμασταν κομμάτι του «κατεστημένου», εμφυσήσαμε στην πολιτική μας στοιχεία κατά του κατεστημένου.
Χρησιμοποιούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανοίγουμε το κόμμα σε νέους υποψήφιους, σπάσαμε τα παραδοσιακά εμπόδια και καταστήσαμε απολύτως σαφές πως οι θεσμικές ρυθμίσεις που σε έναν βαθμό είχαν τροφοδοτήσει την κρίση, σε επίπεδο ομάδων ειδικών συμφερόντων, συνδικάτων, έπρεπε να αντιμετωπιστούν, αλλά από ένα mainstream πολιτικό κόμμα που μετακινήθηκε προς το πολιτικό κέντρο και κατάφερε να κερδίσει τις εθνικές εκλογές.

Μια μη-φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να εδραιωθεί κατά τη διάρκεια μιας μόνο θητείας. Συνήθως είναι οι ηγέτες που κερδίζουν δεύτερη θητεία οι οποίοι γίνονται πραγματικά επικίνδυνοι για τους θεσμούς. Και υπό αυτή την έννοια θεωρώ πως η δημοκρατία μας αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτική. Είμαστε παράδειγμα ανθεκτικής δημοκρατίας. Βιώσαμε μία τεράστια οικονομική κρίση και γίναμε μάρτυρες της ανόδου και της πτώσης ενός τυπικού λαϊκίστικου κόμματος. Αλλά σήμερα η δημοκρατία μας είναι, νομίζω, ισχυρότερη και βαδίζουμε και πάλι προς την ευημερία. Επομένως, πιστεύω ότι η εμπειρία της Ελλάδας μας προσφέρει πολλά, διαφορετικά, και ενδιαφέροντα διδάγματα σχετικά με το πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η άνοδος μιας μη-φιλελεύθερης δημοκρατίας δίχως την υπονόμευση της δημοκρατίας αλλά με την ενίσχυσή της και προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του 21ου αιώνα.

Και αυτό σημαίνει να είναι πολύ πιο συμπεριληπτική, να δίνει φωνή σε αυτούς που θεωρούν ότι βρίσκονται στο περιθώριο, να καλλιεργείς τη συμμετοχή στα κοινά. Κάποιες φορές αυτό συνεπάγεται να μην επιλέγεις τα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης και να επιλέγεις να ακουστεί περισσότερο η φωνή σου από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς όμως να ακολουθείς το απλουστευτικό επίπεδο διαλόγου που συνήθως λαμβάνει χώρα σε αυτά τα κανάλια επικοινωνίας.

Μία τελευταία παρατήρηση -για να γίνει η συζήτηση πιο διαδραστική- είναι ότι μια κρίση όπως η πανδημία μπορεί να ενισχύσει τη δημοκρατία. Ο κ. Βενιζέλος ορθώς επισήμανε ότι τα βασικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν αμφισβητήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Λάβαμε πολύ δύσκολες αποφάσεις αλλά σε απόλυτη συμμόρφωση με τη συνταγματική μας παράδοση. Και θεωρώ πως ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός πως είχαμε απόλυτη επίγνωση του ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπίσουμε μια έκτακτη συνθήκη και ότι η επιστροφή στην κανονικότητα είναι απόλυτη αναγκαιότητα μόλις πάψει να υφίσταται η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την πανδημία. Αλλά το μέτωπο όπου θεωρώ ότι τα πήγαμε ιδιαίτερα καλά ως δημοκρατία είναι στην εφαρμογή πολιτικών που ήταν προσανατολισμένες στα αποτελέσματα για να αντιμετωπίσουμε μία παγκόσμια αλλά και εθνική κρίση.

Αυτό είναι ιδιαιτέρως καθοριστικής σημασίας στην εδραίωση δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτους -όχι απαραιτήτως του πολιτικού συστήματος, αλλά του κράτους και της ικανότητάς του να προσφέρει δημόσια αγαθά για να αντιμετωπίσει μια έκτακτη ανάγκη- και στους πολίτες.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι η εκστρατεία εμβολιασμού μας. Την ονομάσαμε Επιχείρηση «Ελευθερία», κάτι που σχετίζεται και με τη συζήτηση που κάνουμε, η οποία αφορά την ελευθερία και τη δημοκρατία. Αλλά για πρώτη φορά πιστεύω, οι Έλληνες αισθάνονται ότι το ελληνικό κράτος μπορεί να φέρει σε πέρας ένα εξαιρετικά περίπλοκο έργο, με ψηφιακά μέσα αλλά και με έμφαση στην προσωπική επαφή.

Αυτό αποτέλεσε έκπληξη. Αλλά θεωρώ πως είναι μια πολύ καλή βάση πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομήσουμε μια δημοκρατία που είναι προσανατολισμένη στα αποτελέσματα, που εστιάζει στην ανάπτυξη αλλά και στο στοιχείο της κοινωνικής συμπεριληπτικότητας.

Η απάντηση του Πρωθυπουργού στο ερώτημα του Daniel Ziblatt

Daniel Ziblatt: Μια από τις μεγάλες προκλήσεις για τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα είναι το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν μια αντιπολίτευση που δεν δέχεται την αρχή της αμοιβαίας αποδοχής και που συμπεριφέρεται στον άλλο σαν εχθρό και όχι ως πολιτικό αντίπαλο. Πώς αντέδρασε η Ελλάδα σε αυτό; Πώς αντιδρά ένας δημοκράτης; Ποια είναι η σωστή αντίδραση;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Καταρχάς, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση αντιπροσωπεύει το 32% του εκλογικού σώματος. Έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε που τον καθιστούν, κατά την γνώμη μου, επιρρεπή και ευάλωτο στα μοτίβα που περιέγραψα. Συνταγματικά όμως είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελλάδα. Τους αντιμετωπίζουμε και πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος ως προς αυτό.

Αυτό σημαίνει πως συνομιλούμε μαζί τους, έχουμε συνεχώς συζητήσεις μαζί τους στη Βουλή. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ έντονες από πλευράς ύφους. Εμείς δίνουμε τον τόνο στην πολιτική συζήτηση. Αλλά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτό που θα θέλαμε να πετύχουμε -δεν ξέρω αν είναι εφικτό- θα ήταν να επιστρέψουμε σε ένα σύστημα με δύο κόμματα -το οποίο θα είχε κάποια από τα χαρακτηριστικά του παλαιότερου δικομματικού συστήματος- που τουλάχιστον εγκαταλείπουν τα πιο ακραία στοιχεία τους. Εμείς, η Νέα Δημοκρατία, δεν τα είχαμε ποτέ, αλλά αυτή είναι μια πρόκληση που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ξέρω αν είναι σε θέση να το κάνουν, αλλά αυτό που γνωρίζω είναι ότι δεν ήταν σε θέση να προσαρμοστούν πλήρως και αυτό είναι πρόβλημα για την δημοκρατία.

Θα ήταν για μένα πολύ καλύτερα τα πράγματα αν μπορούσαν να εγκαταλείψουν ένα τμήμα του παλιού εαυτού τους. Δεν ξέρω αν είναι ικανοί να το πράξουν. Αλλά υπάρχουν υποχρεώσεις στον δημόσιο διάλογο και πρέπει να τους απευθύνεσαι με τον σεβασμό που αξίζουν δεδομένου ότι το 32% των Ελλήνων τους ψήφισε στις εκλογές.

Η ερώτησή σας είναι ενδιαφέρουσα. Τι κάναμε πριν εκλεγούμε; Μπορώ να σας πω ότι αγνοήσαμε παντελώς (τον ΣΥΡΙΖΑ) κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μας. Εγώ μίλησα για το δικό μου όραμα για το μέλλον της χώρας. Ασφαλώς μια εκστρατεία είναι μια συνεχής πολιτική συζήτηση αλλά όποτε είχα την ευκαιρία μιλούσα για το όραμα του κόμματός μας, για το δικό μου όραμα για το μέλλον της χώρας. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προτιμώ ακόμα να εκφράζομαι δημοσίως.

Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε τους κανόνες της συνταγματικής δημοκρατίας, τους κανόνες του κοινοβουλευτικού διαλόγου, ότι δεν επιδιδόμαστε διαρκώς σε κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Έχουμε μια ζωντανή κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είχα πάνω από 40 συζητήσεις με τον Αλέξη Τσίπρα στο κοινοβούλιο τα τελευταία δύο χρόνια. Καλώς εχόντων των πραγμάτων μπορούμε να συμβάλουμε με τη δική μας στάση ώστε να απομακρυνθούν από τις κακές τους συνήθειες. Αυτό θα ήταν καλό για την δημοκρατία μας συνολικά.

Δημήτρης Καιρίδης: Πείτε μας ποια είναι η άποψή σας για το Fidesz αλλά και τα νέα κόμματα που εμφανίζονται στην Ευρώπη, στην Ιταλία, την Ισπανία.

Κυριάκος Μητσοτάκης: Είναι πάντα δύσκολο να συγκρίνει κανείς τα πολιτικά κόμματα διαφορετικών χωρών. Αυτό που πετύχαμε στην Ελλάδα ήταν να οδηγήσουμε το κόμμα προς το πολιτικό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίσαμε, όχι μόνο ως Νέα Δημοκρατία αλλά ως δημοκρατία, το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, που ήταν ένα νεοναζιστικό κόμμα. Τελικά αυτό που συνέβη ήταν ότι καταδικάστηκαν από τη Δικαιοσύνη και αντιμετωπίστηκαν ουσιαστικά ως εγκληματική οργάνωση.

Επομένως δεν υπάρχει κάποιο ισχυρό λαϊκιστικό κόμμα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, αλλά αυτό δεν ισχύει απαραίτητα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ίσως η Ελλάδα -καθώς αντιμετώπισε μία βαθιά οικονομική κρίση- σε επίπεδο συστήματος κομμάτων έχει το πλεονέκτημα να προηγείται των εξελίξεων. Διότι είδαμε την αποσύνθεση του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος στην Ελλάδα το 2012. Ουσιαστικά διαλύθηκε και μόνο ένα πολιτικό κόμμα επιβίωσε. Μόνο η Νέα Δημοκρατία επιβίωσε, αλλά το 2012 πέσαμε στο 18%. Το ΠΑΣΟΚ -ο καθηγητής, ο κ. Βενιζέλος το ξέρει καλύτερα- ήταν η κυρίαρχη δύναμη στην ελληνική πολιτική, με 44% το 2009, και ουσιαστικά σε κάποιο σημείο έχασε το 90% της στήριξης που είχε.

Οι τεκτονικές πλάκες της πολιτικής έχουν ήδη μετακινηθεί στην Ελλάδα και η ανατοποθέτηση είναι ήδη πραγματικότητα. Αλλά ο λόγος για τον οποίο εμφανίστηκαν αυτά τα κόμματα -και το επισημάνατε- ήταν αφενός η δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση και αφετέρου βαθιές πολιτιστικές διαιρέσεις που είναι ιδιαίτερα ισχυρές και σε πολλές χώρες έχουν αντικαταστήσει τα οικονομικά ζητήματα ως κινητήριος δύναμη πίσω από τις επιλογές των πολιτών και την λαϊκή ψήφο.

Με αυτή την έννοια πιστεύω ότι το ΕΛΚ θα παραμείνει η κύρια δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά αντιμετωπίζει απειλή τόσο από τα δεξιά όσο και από τα πιο μετριοπαθή κεντρώα κόμματα. Και δεν νομίζω πως αυτό που κάναμε στην Ελλάδα μπορεί απαραίτητα να ξανασυμβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Κοιτάξτε τι συμβαίνει στη Γερμανία, που ήταν το μοντέλο για το βιβλίο του καθηγητή Ziblatt. Το CDU/CSU εμφανίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κόβοντας κάθε δεσμό με τον ναζισμό αλλά διατηρώντας μια ισχυρή συντηρητική, χριστιανική ταυτότητα, ικανό να εκσυγχρονίσει τον εαυτό του. Αλλά τώρα είναι αντιμέτωπο με την απειλή από το κόμμα των Πράσινων, που ουσιαστικά επιχειρεί να γίνει η άλλη κυρίαρχη δύναμη στην πολιτική σκηνή.

Εξακολουθώ να πιστεύω πως αυτό που περιγράψαμε σε εθνικό επίπεδο ισχύει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κεντροδεξιά θα παραμείνει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Αλλά γνωρίζουμε τις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Επίσης γνωρίζουμε ότι απευθυνόμενοι στη νέα γενιά θα πρέπει να αγκαλιάσουμε τον ψηφιακό και τον περιβαλλοντικό μετασχηματισμό.

Αυτές είναι τεράστιες υπερ-τάσεις (megatrends) που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα κεντροδεξιά κόμματα με μεγαλύτερη ακόμη επιτυχία σε σχέση με κόμματα της αριστεράς, τα οποία φαίνεται πως δεν διαθέτουν το σωστό αφήγημα για μια βιώσιμη περιβαλλοντική προσέγγιση η οποία να στηριζει και την ανάπτυξη.

Και με αυτή την έννοια η απόφαση που ελήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση να δανειστεί σε υπερεθνικό επίπεδο και να στηρίξει τα κράτη-μέλη είναι επίσης ένδειξη πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν την ικανότητα να κινηθούν και να εξελιχθούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεχθεί πολλή κριτική τα τελευταία χρόνια αλλά αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα, ένα ορόσημο στην εξέλιξη της ΕΕ. Η Ευρώπη έχει ένα υβριδικό σύστημα: τα εθνικά κράτη παραμένουν πολύ ισχυρά αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια υπερεθνική οντότητα η οποία ξεκάθαρα ρυθμίζει μέρος της ζωής μας, και θα πρέπει να βλέπουμε τι συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ταυτόχρονα.

Σχολιάζοντας τις επισημάνσεις του συντονιστή της συζήτησης, Δημήτρη Καιρίδη, και αναφερόμενος στο θέμα των fake news και της σύνδεσής τους με τον λαϊκισμό, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

Να προσθέσω μια διάσταση που θεωρώ σημαντική. Ότι θα πρέπει να συμφωνούμε όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό είναι που καθιστά τα fake news τόσο προβληματικά. Αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο τι συμβαίνει πραγματικά και πλέκουμε τη δική μας πραγματικότητα, αυτό κάνει την πολιτική συζήτηση πολύ πιο περίπλοκη.

Στο κλείσιμο της συζήτησης, ο Πρωθυπουργός, μιλώντας για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σημείωσε τα εξής:

Νομίζω ότι το επόμενο κεφάλαιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας αναπόφευκτα θα γραφτεί από την επόμενη γενιά. Τους νέους που έχουν αμφιβολίες αλλά και επίγνωση των προκλήσεων.

Αναδύεται ένα νέο χάσμα που σχετίζεται με τη διαγενεακή δικαιοσύνη. Η μεγαλειώδης απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με την κλιματική αλλαγή έφερε αυτό το ζήτημα στο προσκήνιο με ξεκάθαρο τρόπο: ποια είναι η υποχρέωση μας προς τη νεότερη γενιά. Και βεβαίως τι σημαίνει για τη γενιά αυτή η συμμετοχή στα κοινά. Είναι η κοινωνία των πολιτών, ο πολιτικός ακτιβισμός, που είναι απολύτως απαραίτητος; Αλλά είναι και η συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα της πολιτικής διαδικασίας και τις εκλογές. Και πάντα διατυπώνω μία έντονη ανησυχία για τη νέα γενιά. Η δημοκρατία χρειάζεται πολιτικούς δρώντες και αν η νέα γενιά νιώθει πως είναι ανούσιο να συμμετέχει στην πολιτική διαδικασία, τότε αναπόφευκτα αφήνουν το έδαφος σε άλλους.

Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, μια από τις επιτυχίες της Δυτικής Δημοκρατίας είναι ότι προσέλκυσε τους καλύτερους και λαμπρότερα μυαλά. Ισχύει αυτό τώρα; Ίσως μπορείτε να πείτε καθηγητά Ziblatt, τι πιστεύουν οι φοιτητές σας στο Harvard στις μέρες μας. Δεν υπονοώ ότι οι καλύτεροι και τα λαμπρότερα μυαλά είναι μόνο στο Harvard. Θέλω να ακούσω και τι έχει να μας πει ο καθηγητής Βενιζέλος για το τι λένε οι καλύτεροι και πιο λαμπροί νέοι στις νομικές σχολές της Ελλάδας. Ενδιαφέρονται εξίσου (όπως οι προηγούμενες γενιές) να συμμετάσχουν στη δημόσια σφαίρα; Ή η συμμετοχή στα κοινά έχει γίνει τόσο δύσκολη λόγω του υποβαθμισμένου επιπέδου της δημόσιας συζήτησης που διεξάγεται απλουστευτικά; Λόγω του φόβου ότι μπορεί κανείς να συνθλιβεί από τα social media; Γιατί το κόστος που συνεπάγεται η συμμετοχή στα κοινά για τον ίδιο, για την οικογένειά του, τελικά δεν αξίζει τον κόπο;

Αυτό για μένα είναι μια πολύ σημαντική πρόκληση. Δεν έχω την απάντηση αλλά είναι μια ανησυχία εκ μέρους μου για τον τρόπο με τον οποίο η επόμενη γενιά θα διαμορφώσει το επόμενο κεφάλαιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Γιατί, αγαπητέ Βαγγέλη, δεν θα γραφτεί από εμάς, αλλά από την επόμενη γενιά.