Εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου

Καλημέρα κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να ευχηθώ και περαστικά στον Υπουργό Επικρατείας, ο οποίος ασθενεί από Covid και βρίσκεται στην οικία του. Καθώς το γεωπολιτικό περιβάλλον συνταράσσεται ακόμα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα εκεί πολεμικά δεδομένα προκαλούν αλυσιδωτές συνέπειες στα πεδία της ενέργειας και της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι διεθνείς εξελίξεις επηρεάζουν έτσι όλο και δραματικότερα τις εθνικές προκλήσεις κάθε χώρας. Και σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει ταχύτατα, ενώ ταυτόχρονα αλληλοεξαρτάται, όλα αυτά τα προβλήματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα. Μπορούν όμως να βρεθούν λύσεις αν αυτές είναι τολμηρές και συντονισμένες.

Συνεπώς, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, αναδεικνύοντας νέες προτεραιότητες: η μάχη για την ειρήνη και τη νομιμότητα πρωτίστως να συνδυαστεί με πρωτοβουλίες, τολμηρές πρωτοβουλίες, για την αμυντική και ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης. Η πολεμική ένταση στην Ουκρανία να περιχαρακωθεί από περιφερειακές ζώνες ασφάλειας στην ήπειρό μας. Και, βέβαια, η πολιτική να παρέμβει, επαναφέροντας τις αγορές ενέργειας στο ρόλο τους και θωρακίζοντας το εισόδημα των πολιτών, τις επιχειρήσεις, από υπερβολικές διεθνείς ανατιμήσεις.

Με αυτούς τους προσανατολισμούς η κυβέρνηση κινείται στο εσωτερικό μέτωπο, αλλά ταυτόχρονα κινείται και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά και στο πεδίο της εγγύτερης περιοχής μας.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, το εσωτερικό μέτωπο, να επαναλάβω τη δέσμευσή μας ότι η στήριξη επιχειρήσεων, νοικοκυριών και αγροτών θα συνεχιστεί όσο διαρκεί η ενεργειακή αναστάτωση. Το επόμενο δεκαήμερο, μάλιστα, πιστεύω ότι θα είμαστε σε θέση, με τους συναρμόδιους Υπουργούς, να ανακοινώσουμε και να δρομολογήσουμε ένα πλήρες πρόσθετο πρόγραμμα στήριξης, αξιοποιώντας τόσο εθνικούς όσο και ευρωπαϊκούς πόρους.

Όμως, ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα απαιτεί και πανευρωπαϊκή απάντηση. Πριν βρεθώ, λοιπόν, αύριο στο έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής στις Βερσαλλίες με επιστολή μου στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την κα Ursula von der Leyen, πρότεινα μία πολιτική παρέμβαση έξι σημείων στη διαμόρφωση της εμπορικής αξίας του φυσικού αερίου στη χονδρεμπορική αγορά. Κι αυτό γιατί, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει αληθινό πρόβλημα παραγωγής, ποσότητας και τροφοδοσίας του καυσίμου, οι τιμές έχουν εκτοξευτεί κερδοσκοπικά, με πρόσχημα την κρίση στην Ουκρανία.

Και, προφανώς, οι συνέπειες αυτής της κατάστασης επιδρούν στους λογαριασμούς ηλεκτρικού των καταναλωτών αλλά και στις οικονομίες όλων των κρατών. Θυμίζω ότι τα πιο πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν σημαντική ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο.

Είναι συνεπώς η ώρα της ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία σε ακραίες συνθήκες -το τονίζω σε ακραίες συνθήκες, όπως αυτές που βιώνουμε τώρα -οφείλει να πάρει τολμηρά ριζοσπαστικά μέτρα, που θα αποσυνδέουν τη γεωπολιτική από την ενεργειακή κρίση. Μέτρα έκτακτου χαρακτήρα αλλά και μέτρα άμεσης δράσης.

Αν σκεφτούμε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν πριν την κρίση στα 30 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα και τώρα έφτασαν τα 300 ευρώ, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο εχθρός μας δεν είναι μόνο ο πόλεμος, αλλά μία βασική δυσλειτουργία με κερδοσκοπικά αίτια στην αγορά του φυσικού αερίου.

Πρόκειται για μία πρωτοβουλία που συνδυάζεται με την ανάγκη συγκρότησης ενός Ειδικού Ταμείου απορρόφησης των αυξήσεων στην ενέργεια. Και, προφανώς, εντάσσεται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό για την αποσύνδεση των χωρών- μελών της Ένωσης από το ρωσικό πετρέλαιο και το ρωσικό αέριο. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε χθες στο δημόσιο διάλογο μια σειρά από προτάσεις οι οποίες θα συζητηθούν και αύριο στο έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής.

Όμως η πρότασή μας έχει μία συγκεκριμένη και ρεαλιστική στόχευση, και αυτή είναι η αποσύνδεση των πολεμικών εξελίξεων από το ράλι των τιμών και η διακοπή της αλληλοτροφοδότησης αυτών των δύο κρίσεων.

Γίνεται, συνεπώς, σαφές ότι η Αθήνα συμμετέχει δυναμικά στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αύριο στο Παρίσι, με θέσεις για όλα όσα θα συζητηθούν. Για τη στρατηγική αυτονομία, για την οποία θυμίζω ότι ήμασταν από τις πρώτες χώρες που αναδείξαμε τη σημασία της, για την ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών. Αλλά, ταυτόχρονα, θα προσέλθουμε με θέσεις και για τη μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης, για την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας, για το πώς μπορούμε να κάνουμε πράξη την πιο γρήγορη μετάβαση στην πράσινη οικονομία, την ταχύτερη είσοδο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο.

Θυμίζω, εξάλλου, ότι σήμερα οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειες είναι μακράν η φθηνότερη μορφή ενέργειας και η μόνη η οποία μπορεί να συμπιέσει προς τα κάτω το συνολικό κόστος της ενέργειας στην Ευρώπη. Γιατί οι τέσσερις αυτοί πυλώνες συγκροτούν τελικά μια νέα ευρωπαϊκή αντίληψη την οποία καλείται να οικοδομήσει η Ένωσή μας, ώστε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Παράλληλα, πέραν του εθνικού και του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε ένα άλλο επίπεδο, την Κυριακή -όπως γνωρίζετε- επισκέπτομαι την Κωνσταντινούπολη για να τιμήσω τον Οικουμενικό Πατριάρχη, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Και θα συναντηθώ επίσης με τον Πρόεδρο Erdoğan, την πρόσκληση του οποίου αποδέχθηκα. Πάγια θέση μου, άλλωστε, είναι ότι τα «παράθυρα» του διαλόγου μένουν πάντα ανοιχτά, όπως κλειστές μένουν και οι πόρτες μας απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή.

Ταξιδεύω, λοιπόν, στην Τουρκία την Κυριακή με διάθεση παραγωγική, πολύ περισσότερο όταν τις δυο χώρες μας απασχολούν ήδη ευρύτερα περιφερειακά θέματα. Συνεπώς, ως γείτονες στον χάρτη, ως εταίροι στο ΝΑΤΟ, καλούμαστε να δοκιμαστούμε και στο πεδίο που επιβάλλει η διεθνής συγκυρία. Να κρατήσουμε, δηλαδή, την περιοχή μας μακριά από οποιαδήποτε πρόσθετη γεωπολιτική κρίση και φυσικά να συνταχθούμε με το συμμαχικό πνεύμα το οποίο καταδικάζει τον ιστορικό αναθεωρητισμό και την παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και των συνόρων.

Όπως έχω πει, το γεγονός ότι διαφωνούμε δεν σημαίνει ότι, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, δεν πρέπει να συζητούμε. Η Ελλάδα μάλιστα έχει κάθε λόγο να επιδιώκει τη συζήτηση, καθώς οι θέσεις μας εδράζονται στη διεθνή νομιμότητα.

Οι προσδοκίες μου, συνεπώς, είναι μετρημένες και ρεαλιστικές. Γι’ αυτό και προσέρχομαι σε αυτήν τη συνάντηση με την αυτοπεποίθηση την οποία μας προσφέρουν οι τεκμηριωμένες εθνικές μας απόψεις.

Συνεχίζονται, τέλος -για να έρθω και στην ατζέντα του σημερινού Υπουργικού Συμβουλίου- οι σημαντικές κυβερνητικές δράσεις, σύμφωνα με τον ετήσιο προγραμματισμό μας. Από τα μεγάλα θέματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα, επιτρέψτε μου να σταθώ, να ζητήσω την προσοχή σας, ειδικά στο μείζον ζήτημα της αναδιοργάνωσης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Ένα νομοσχέδιο το οποίο έχει στόχο όλοι οι Έλληνες πολίτες να μπορούν να έχουν πλέον προσωπικό γιατρό, ο οποίος θα τους παρακολουθεί και θα τους συμβουλεύει.

Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για την ανάγκη η περιπέτεια του Covid να αποτελέσει την αφορμή για σημαντικές παρεμβάσεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και προφανώς σημαντική παρέμβαση χωρίς την ουσιαστική αναβάθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας δεν νοείται. Οπότε, θα αναμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τις εισηγήσεις και τις προτάσεις του Υπουργείου Υγείας.

Κλείνοντας, να πω ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μετέθεσε τον δημόσιο διάλογο αποκλειστικά στις τραγικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη, δεν έχουμε τελειώσει όμως ακόμα με την πανδημία. Παρατηρούμε τις τελευταίες μέρες πάλι μία μικρή αύξηση των κρουσμάτων. Κατά συνέπεια, μην θεωρούμε ότι πρέπει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο να «σφυρίξουμε λήξη» στην υγειονομική αυτή περιπέτεια μόνο και μόνο επειδή έχει σταματήσει να απασχολεί την επικαιρότητα.

Θα πρέπει να εξακολουθούμε να τηρούμε τους βασικούς κανόνες προστασίας και, προφανώς, η επιμονή μας θα εξακολουθεί να στρέφεται στην ανάγκη να συνεχίσουμε το πρόγραμμα του εμβολιασμού. Καθώς θα βαίνουμε προς την άνοιξη και το καλοκαίρι, είναι δεδομένο ότι η κατάσταση θα βελτιώνεται, αλλά θα ετοιμάσουμε από τώρα ένα σχέδιο προετοιμασίας της χώρας για το τι θα συμβεί από τον Σεπτέμβριο και μετά, το οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σε επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο.