Ευχαριστώ πολύ κ. Παπαχελά, αγαπητέ Άλμπερτ, κα. Μπουρλά, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι, με πολύ μεγάλη χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση να βρεθώ σήμερα στην παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου του Άλμπερτ και να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σύντομες σκέψεις.
Χαίρομαι, επίσης, που βλέπω στο ακροατήριο όλους όσοι είχαν μία σημαντική εθνική συμμετοχή στη μεγάλη προσπάθεια διοργάνωσης της Επιχείρησης «Ελευθερία», η οποία έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες να έχουν πρόσβαση στα εμβόλια κατά του κορονοϊού. Με πρώτο και πιο σημαντικό το εμβόλιο της Pfizer, την ιστορία της ανακάλυψης του οποίου περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο ο Άλμπερτ στο βιβλίο του.
Κλείνοντας αυτές τις σχεδόν 300 σελίδες του βιβλίου του Άλμπερτ, δύο -νομίζω- συναισθήματα τυλίγουν τον αναγνώστη: ικανοποίηση από τη μία κι ένα μεγάλο αίσθημα ανακούφισης από την άλλη. Γιατί από τη μία πλευρά διαπιστώνει ότι αυτή η ιλιγγιώδης κούρσα για τη δημιουργία του εμβολίου ευτυχώς είχε αίσιο τέλος, ενώ από την άλλη νιώθει πως όλες αυτές οι αλλεπάλληλες μάχες που έδωσαν οι επιστήμονες με τον κορονοϊό, επί πολλούς μήνες, άξιζαν τελικά τον κόπο. Από τα εργαστήρια μέχρι τις μονάδες παραγωγής, τελικά ο άνθρωπος, η επιστήμη, νίκησαν τον κίνδυνο, νίκησαν τον φόβο.
Και αν ήθελε κανείς να κατατάξει τη γραφή του Άλμπερτ σε κάποιο συγκεκριμένο είδος -του το έλεγα μάλιστα και καθώς μπαίναμε στην αίθουσα- μάλλον θα βρισκόταν σε αμηχανία, διότι είναι ένα χρονικό με το βλέμμα της προσωπικής μαρτυρίας. Ταυτόχρονα, θυμίζει και κάτι από αστυνομικό μυθιστόρημα, συγκεκριμένα μάλιστα σε μία υπόθεση την οποία βίωσε όλος ο πλανήτης, τον κρυφό αγώνα μίας ομάδας αφοσιωμένων στελεχών πρώτα να αποκρυπτογραφήσουν το ίδιο το μυστήριο της πανδημίας και ύστερα να αντιμετωπίσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν έναν φονικό ιό.
Κι όπως κάνει κάθε καλό μυθιστόρημα, έτσι και αυτό φωτίζει πολλές πλευρές, από τις συνεννοήσεις με τις πολιτικές ηγεσίες ανά τον κόσμο, μέχρι τις μοναχικές στιγμές του συγγραφέα, αυτές που διακόπτουν μόνο λίγες οικογενειακές στιγμές και αρκετές βέβαια σκέψεις για τις ρίζες του, θα επανέλθω σε αυτό σε λίγο. Με κορυφαία, ασφαλώς, την εξιστόρηση της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης στο Ολοκαύτωμα, την περιπετειώδη διάσωση των γονιών του αλλά και τη νέα ζωή την οποία έχτισαν μετά από αυτή την πρωτοφανή καταστροφή.
Θα αποφύγω πάντως κάθε αναπαραγωγή από τις ίδιες τις γραμμές του βιβλίου, όχι τόσο γιατί θα αποκάλυπτα λεπτομέρειες που αξίζει να τις ανακαλύψετε διαβάζοντας μόνοι σας το βιβλίο, όσο γιατί θα τις αδικούσα. Ο Άλμπερτ γράφει με έναν τρόπο πολύ απλό. Είναι πολύ σαφές ότι το βιβλίο το έχει γράψει ο ίδιος, δεν το έγραψε κάποιος άλλος για λογαριασμό του όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.
Έχει ένα ύφος πολύ κοφτό αλλά και πολύ περιεκτικό. Κάνει προσιτές στον απλό αναγνώστη τις περίπλοκες τεχνικές πτυχές αυτού του εγχειρήματος, ενώ δεν κρύβει και τους σύνθετους πολιτικούς ανταγωνισμούς που εξ αρχής πολιόρκησαν την ανακάλυψη του εμβολίου, κυρίως στη φάση της διάθεσής του, όπου θυμίζω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν συνεννοήσεων που ο Άλμπερτ έκανε απευθείας με την ηγεσία της, πήρε την πολύ τολμηρή, γενναία απόφαση να αγοράσει το εμβόλιο συνολικά ως Ευρωπαϊκή Ένωση και να το διαθέσει σε όλες τις χώρες-μέλη με αποκλειστικό γνώμονα το μέγεθός τους, μη διαχωρίζοντας έτσι πλούσιες από φτωχές χώρες, μεγάλες από μικρές χώρες. Ήταν μία μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία αυτή η απόφαση η οποία αναδεικνύεται και μέσα από τις σελίδες του Άλμπερτ.
Είναι πολύ ευθύς στη γραφή του και διαβάζοντας το βιβλίο έζησα ξανά κι εγώ πολλές από τις αγωνίες και τις ελπίδες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της πανδημίας επικοινωνούσαμε τακτικά. Είχε πάντα τον χρόνο άμεσα να απαντά στα μηνύματά μου και να προσπαθεί να με διαφωτίσει, στην αρχή για την πρόοδο της διαδικασίας ανακάλυψης του εμβολίου και στη συνέχεια, προφανώς, για τον τρόπο διάθεσής του.
Και μπορώ να καταθέσω την σταθερή, διπλή αφοσίωσή του: από τη μία στην επιστήμη, από την άλλη στην επιχειρηματικότητα, στον κοσμοπολιτισμό αλλά και στον πατριωτισμό του, στην οικογένειά του, αλλά και στους συνεργάτες του.
Κάνω ειδική μνεία στους συνεργάτες του διότι τους αναφέρει συνέχεια ο Άλμπερτ, στη διάρκεια του βιβλίου. Μετατρέπονται σε ένα σταθερό «καμβά» που διατρέχει όλα τα κεφάλαια και είναι αλλεπάλληλες οι υπενθυμίσεις και εκείνων που βοήθησαν -που δεν τους γνωρίζαμε- αλλά βοήθησαν αφανώς σε αυτήν την επιτυχία. Θεωρώ ότι αυτό εκπέμπει και την άποψη του Άλμπερτ για το τι σημαίνει ένα σωστό μοντέλο διοίκησης, όχι μόνο γιατί η ομαδικότητα είναι το μυστικό της επιτυχίας σε οποιαδήποτε επίπεδο, αλλά γιατί η ευγένεια και η αναγνώριση είναι προϋπόθεση για να δουλέψει καλά οποιαδήποτε ομάδα. Τέτοια στοιχεία σπάνια βαδίζουν μόνα τους, σχεδόν πάντα συνοδεύονται από την αυτοπεποίθηση του ηγέτη, από ανοιχτό πνεύμα, από διορατικότητα και από κοινωνική συνέπεια.
Και όλα αυτά, βέβαια, χρωματίζουν και τη διαδρομή του συμπατριώτη μας. Σπούδασε τα μονοπάτια της έρευνας για να τα υπηρετήσει στη συνέχεια ως αποτελεσματικός manager. Διεκδίκησε ύστερα τα όνειρά του πέρα από τα σύνορα, πάντα σε έναν τομέα με επίκεντρο την υγεία. Και κατάφερε, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη, να γίνει Διευθύνων Σύμβουλος σε μία από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο, η οποία τον επέλεξε προφανώς με απόλυτα αξιοκρατικά κριτήρια και είμαι σίγουρος ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αισθάνεται απόλυτα δικαιωμένο για την επιλογή του.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που βρήκα πολύ ενδιαφέρον είναι ότι κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η Pfizer έπρεπε να συνεργαστεί με μία άλλη ερευνητική ομάδα, την BioNTech, γιατί δεν διέθετε η ίδια την πρωτογενή τεχνογνωσία για την ανάπτυξη ενός εμβολίου mRNA. Και έτσι συντάχθηκε δίπλα στους ιδρυτές της BioNTech, την Özlem Türeci και τον Uğur Şahin, βάζοντας στην άκρη νομίζω και ζητήματα προσωπικών εγωισμών, σε μία σύμπραξη οποία τελικά οδήγησε στην ανακάλυψη ενός εμβολίου αποτελεσματικού, σε χρόνο ρεκόρ. Aυτό πράγματι είναι κάτι το οποίο όχι απλά η επιστήμη, αλλά όλος ο πλανήτης, θα του το οφείλει.
Αλλά δεν ξεχνά ο Άλμπερτ τις ρίζες του. Είναι Έλληνας στην ψυχή, Ελληνάρας θα τολμούσα να πω με όλη την έννοια της λέξης. Και βέβαια δεν ξέχασε και την πόλη του. Και δεν νομίζω ότι είναι τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία του κέντρου ψηφιακής καινοτομίας, το οποίο είχα και εγώ την ευκαιρία να επισκεφθώ. Μία εντυπωσιακή υποδομή η οποία δίνει δουλειά σε σχεδόν 700 νέους Έλληνες, πολλοί εκ των οποίων επέστρεψαν στην πόλη τους από το εξωτερικό, ανατρέποντας με αυτόν τον τρόπο το brain drain για να προσφέρουν στην εταιρεία αλλά και στην πατρίδα τους, μέσα από καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας, σε ένα εργασιακό περιβάλλον πραγματικά μοναδικό το οποίο όχι απλά επιβραβεύει αλλά ενθαρρύνει, με τρόπο εξαιρετικά καινοτόμο, την ομαδική δουλειά.
Και είναι ίσως σημαδιακό το γεγονός ότι το βιβλίο που περιγράφει πώς υπερβήκαμε αυτή την παγκόσμια υγειονομική κρίση κυκλοφορεί τώρα εν μέσω μίας παράνομης εισβολής που προκαλεί μία πρωτοφανή διεθνή ενεργειακή αλλά και οικονομική καταιγίδα. Γιατί δείχνει ότι ακόμα και τα πιο σύνθετα, τα πιο δύσκολα εμπόδια ξεπερνιούνται με πίστη στις αρχές, με αλήθεια, σταθερότητα, αποτελεσματικότητα, σχέδιο, με συνεργασία, που τα πλαισιώνουν η αλληλεγγύη, η αντοχή στις δυσκολίες και η κοινή προσπάθεια.
Πρόκειται, νομίζω, για το βασικό μήνυμα του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα, ένα κάλεσμα αγώνα, συμπαράταξης και ωριμότητας, που είναι και το επίκαιρο κάλεσμα του πρωταγωνιστή της εποχής μας. Και αυτές οι συναρπαστικές περιπέτειες του ίδιου του συγγραφέα περιγράφουν ουσιαστικά το παράδειγμα του διαχρονικού και πολυμήχανου Οδυσσέα, αυτού που μετατρέπει τις δοκιμασίες πάντα σε επιτυχίες, που ταξιδεύει παντού αλλά έχει στραμμένο το βλέμμα του στην Ιθάκη. Στην περίπτωση του Άλμπερτ η Ιθάκη είναι η Θεσσαλονίκη.
«Η τύχη δεν ευνοεί τους απροετοίμαστους», συγκράτησα αυτή τη φράση στην οποία επιμένει ο Άλμπερτ. Tαιριάζει απόλυτα και στην παγκόσμια υγειονομική κρίση με την οποία ακόμα δεν έχουμε ξεμπερδέψει, αλλά ταιριάζει και στην τρέχουσα οικονομική αναταραχή.
Κλείνω με όλα όσα θα επιθυμούσα να είχαν συμπεριληφθεί στην έκδοση, προφανώς όμως δεν υπήρχε χρόνος για να μιλήσει περισσότερο ο Άλμπερτ γι΄ αυτά. Θα ήθελα να διαβάσω περισσότερες ιστορίες, για τον Μωύς και τη Σάρα, τους γονείς του, για την τρικυμιώδη ζωή τους, αλλά και για τον ίδιο τον δρα. Μπουρλά που τον φώναζαν «Άκη» στο Αριστοτέλειο, έναν ανήσυχο νέο που μιλούσε στα αμφιθέατρα. Το γεγονός ότι πέρασε και ένα φεγγάρι από την ΠΑΣΠ το ερμηνεύω ως μια προσωρινή αδυναμία, η οποία ελπίζω να διορθωθεί στην πορεία.
Το βέβαιο είναι ότι εξελίχθηκε σε έναν διαλεκτό επιστήμονα, σε έναν υπεύθυνο πολίτη, σε έναν παθιασμένο οπαδό του Άρη. Λατρεύει την ομάδα του αλλά και σε έναν οικογενειάρχη που έζησε σε οκτώ πόλεις -αν δεν κάνω λάθος- σε πέντε χώρες, αλλά πάντα ανυπομονεί να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη μαζί με τη Μύριαμ και μαζί με τα δυο σας παιδιά. Να επιστρέψει στους παλιούς του φίλους στη Χαλκιδική. Και ειλικρινά θα έλεγα ότι αν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπήρχαν σε έναν χαρακτήρα δεν θα είχαμε μπροστά μας τον αληθινό Έλληνα Άλμπερτ Μπουρλά.
Ίσως, όλα τα παραπάνω να χωρέσουν κάποτε σε μια μελλοντική δημόσια κατάθεσή του. Σήμερα τα φώτα στρέφονται στο «Moonshot», όπως είναι ο τίτλος. Δανείζεται τον τίτλο από την επιχείρηση να κατακτήσει ο άνθρωπος το φεγγάρι, όπως κατακτά τώρα το δικαίωμα στην υγεία και την ευημερία πιο ισχυρό όπλο το εμβόλιο εναντίον του Covid.
Συγχαρητήρια λοιπόν στο συγγραφέα, συγχαρητήρια στον εκδότη. Ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε για καλό σκοπό, τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν και αυτά για καλό σκοπό.
Εύχομαι λοιπόν από καρδιάς να είναι καλοτάξιδο. Πάντα επιτυχίες, Άλμπερτ.