Κυρία Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κυρία Πρόεδρε του Μουσείου Μπενάκη,
Κύριε Πρόεδρε του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών,
Κυρίες και κύριοι,
Τέτοιες ώρες, πριν από εκατό χρόνια, στα παράλια της Μικράς Ασίας γραφόταν η αιματηρή τελική πράξη του «Οράματος της Ιωνίας». Η Σμύρνη είχε παραδοθεί πια στις φλόγες και οι Χριστιανοί κάτοικοί της σφαγιάζονταν. Ενώ, όσοι κατόρθωσαν να γλυτώσουν από την μανία των Τούρκων, ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, προσπαθώντας να περάσουν στα νησιά μας και από εκεί στη σωτηρία. Των ζωών τους μόνο. Γιατί οι περιουσίες τους είχαν ήδη χαθεί.
Λίγο αργότερα, στη Λωζάννη, μετά το αίμα θα γραφόταν και με μελάνι το τέλος 25 αιώνων παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ενάμιση εκατομμύριο ψυχές πήραν, τότε, τον δρόμο της μεγάλης Εξόδου. Αλλά και την απόφαση να ριζώσουν ξανά, σε καινούργιες εστίες στην μητέρα-πατρίδα.
Ταξίδεψαν, κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα και λιγοστά πολύτιμα κειμήλια. Αυτά που βρίσκουν, σήμερα, τη θέση τους σε αυτή τη μοναδική έκθεση που συνδιοργανώνουν δύο μεγάλες κιβωτοί της μνήμης: το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, με τη γενναία συμβολή δεκάδων, 88 -αν δεν κάνω λάθος- άλλων φορέων, αλλά και εκατοντάδων ιδιωτών. Δύο ιδρύματα, που με κόπο και μεράκι, κρατούν ζωντανή επί δεκαετίες την κληρονομιά των Ελλήνων των χαμένων πατρίδων. Και γι΄ αυτό αξίζουν, αξίζετε, την ευγνωμοσύνη μας.
Ο ξεριζωμός, ήταν το βαρύ τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί ώστε να εξασφαλιστεί η ειρήνη και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην εθνική μας ζωή: «Διά της υπογραφής της Συμβάσεως παρέχονται εις τους ατυχείς πρόσφυγας τα μέσα να αρχίσουν νέον βίον. Yπό όρους καλύτερους των οποίων ουδείς ηδύνατο να ελπίζη μετά την εν Μικρασία καταστροφήν», έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έδινε, έτσι, το σύνθημα της εθνικής ανασυγκρότησης που θα ακολουθούσε.
Και οι πρόσφυγες τον δικαίωσαν, τον δικαίωσαν πολύ πιο γρήγορα και πολύ περισσότερο από ότι και ο ίδιος φανταζόταν. Γιατί η Μικρασιατική Καταστροφή συνιστά, ίσως, το μεγαλύτερο τραύμα του πρόσφατου παρελθόντος μας. Η ενσωμάτωση όμως των προσφύγων στον Εθνικό μας κορμό αποτελεί μάλλον το κορυφαίο ειρηνικό επίτευγμα του ελληνικού κράτους. Με μία χώρα κατάκοπη και καταχρεωμένη ύστερα από 10 χρόνια μαχών, εσωτερικά ασταθή και με ελάχιστους πόρους, να πετυχαίνει ένα αληθινό θαύμα.
Να μετατρέπει τον θρήνο της τραγωδίας σε πνοή δημιουργίας. Να ανιχνεύει τα λάθη και τις άστοχες επιλογές της. Για να σηκωθεί και πάλι στα πόδια της και να ακολουθήσει την ιστορική της τροχιά που μεταμορφώνει πάντα τις καταστροφές σε θριάμβους. Με μοχλό τη δύναμη και το πείσμα των προσφύγων, που συνέβαλαν καταλυτικά στον εκσυγχρονισμό του τόπου.
Έγραφε ο μεγάλος Μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης, έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τη θηριωδία, αλλά και την αναδημιουργία: «Ο Ελληνισμός της Ανατολής ορθοπόδησε δουλεύοντας τη πικρή γη. Ξεχερσώνοντας αγριόβουνα, αποξεραίνοντας βαλτότοπους, εισχωρώντας μες στον κορμό της ζωής της χώρας. Στη βιομηχανία, στη ναυτιλία, στο εμπόριο, στις Τέχνες, στα Γράμματα. Παντού, προχωρώντας στις πρώτες θέσεις. Αλλοιώνοντας τον ρυθμό της εργασίας και της παραγωγής και κινώντας την άμιλλα. Βάζοντας νέο πνεύμα, ξυπνό, στις συναλλαγές και στις σχέσεις των ανθρώπων».
Κυρίες και κύριοι,
Όλα τα παραπάνω, η καταστροφή αλλά και η αναγέννηση, εικονοποιούνται στις αίθουσες του Μουσείου και στα εκθέματά τους. Θα πρότεινα να τις επισκεφτούμε όχι μόνο ως μια άσκηση μνήμης, όσο ως ένα κίνητρο Εθνικής αυτογνωσίας. Γιατί ασφαλώς, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά ούτε διδάσκει και από μόνη της. Βοηθάει, όμως πάντα, στην αναζήτηση του συλλογικού μας εαυτού. Ορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε εμείς οι σύγχρονοι. Και ενίοτε μας καθοδηγεί σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων το 1947 όρισαν το τελικό γεωγραφικό περίγραμμα της χώρας. Ενώ η Συνθήκη της Λωζάννης διέπει, έκτοτε, τη συνύπαρξή μας με τους γείτονες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία την έχει παραβιάσει ξεριζώνοντας το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Αλλά και εξακολουθεί, δυστυχώς, να υπονομεύει τις σαφείς της ρυθμίσεις, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Θα πρέπει να αντιληφθεί, ωστόσο, η άλλη πλευρά του Αιγαίου ότι τον σχεδόν έναν αιώνα ισχύος αυτής της Συνθήκης θα τον διαδεχθούν πολλοί ακόμη. Έτσι απαιτούν η Ιστορία, η Γεωγραφία, η νομιμότητα και η διεθνής σταθερότητα. Γι’ αυτό και την τήρησή της εγγυάται και θα εγγυάται η Ελλάδα. Με την ασπίδα της διπλωματίας και των συμμαχιών της. Αλλά και με το αποτρεπτικό δόρυ των Ενόπλων της Δυνάμεων. Κυρίως, όμως, με την αδιάκοπη πορεία της προς την πρόοδο.
Γιατί η πραγματική αναμέτρηση της χώρας μας, δεν είναι με το παρελθόν της αλλά με το μέλλον της. Μπορεί τον Σεπτέμβριο του ‘22 ο Ελληνισμός να έχανε μία από τις πιο δημιουργικές του εστίες, αμέσως μετά όμως η χώρα έμαθε να κερδίζει τη μάχη της ευημερίας: ενδυνάμωσε την εθνική της ομοιογένεια, αποφεύγοντας τα «φαντάσματα» άλλων βαλκανικών χωρών. Ξαναπολέμησε. Αλλά, με τη νικηφόρα πλευρά της Ιστορίας για ακόμα μία φορά. Άκμασε με την μεταπολεμική ανάπτυξη. Έκανε καλύτερη τη ζωή των Ελλήνων.
Για να αποτελεί, σήμερα, ένα από τα παλαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής οικογένειας, στη διαδρομή όχι χωρίς λάθη, καθώς ο Εθνικός Διχασμός, που προϋπήρχε της Μικρασιατικής καταστροφής, υποτροπίασε δυστυχώς με άλλες μορφές. Ζήσαμε, έτσι, έναν Εμφύλιο Πόλεμο και μία επτάχρονη Δικτατορία. Ενώ τον είδαμε να αναβιώνει και πριν από λίγα μόλις χρόνια, με τη μορφή της δημαγωγίας. Και πάλι απέναντι σε μία οικονομική κρίση που απαιτούσε, όμως, εθνική συσπείρωση.
Όλα αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Οι επιλογές των Ελλήνων δείχνουν ότι τα ίχνη της εμπειρίας μπορεί να γίνουν οδηγοί για μια καλύτερη πορεία. Πως την κάθε μεγάλη υποχώρηση μπορεί να τη διαδεχθεί μια μεγαλύτερη εθνική επιτυχία. Και ότι, σήμερα, η «Μεγάλη Ιδέα» δεν συνδέεται με γεωγραφικές κτήσεις. Αλλά με την σύγχρονη Μεγάλη Ελλάδα. Την ισχυρή και αυτοδύναμη πατρίδα του μέλλοντός μας. Αυτή που δεν λησμονεί, ακριβώς επειδή θέλει να προχωρεί!
Κλείνω, όπως λιτά κλείνει και ο Ηλίας Βενέζης, το κείμενό του για το Μικρασιατικό δράμα: «Ύστερα από τόσο πάθος που ζήσαμε, κρατούμε σκεπή και παραστάτη μας ένα όραμα για τον άνθρωπο, καθαρά ελληνικό: μιαν αίσθηση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας, που είναι ταυτόσημα με την αρετή». Επιτρέψτε μου, μάλιστα, να δανειστώ και τον τίτλο του βιβλίου όπου δημοσιεύτηκε, καθώς ταιριάζει απόλυτα με την αποψινή έκθεση: «Μικρασία, χαίρε».
Σας ευχαριστώ.