Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Τουρκικής Δημοκρατίας, αγαπητέ Tayyip, αγαπητοί Υπουργοί,
Σας καλωσορίζω στην Αθήνα και σήμερα πράγματι είναι μία μέρα ξεχωριστή, καθώς ύστερα από επτά χρόνια συνέρχεται το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας. Ένα γεγονός το οποίο πιστεύω ότι από μόνο του σηματοδοτεί την πρόθεση των δύο μας χωρών να αναζητήσουν νέους δημιουργικούς δρόμους στις μεταξύ τους σχέσεις.
Είναι αλήθεια ότι το διάστημα το οποίο μεσολάβησε αντιμετωπίσαμε πρωτόγνωρες προκλήσεις, προκλήσεις που δεν γνωρίζουν σύνορα. Μια τριετή πανδημία, έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης ο οποίος προκάλεσε ενεργειακή, πληθωριστική και επισιτιστική κρίση, αλλά και μεγάλες φυσικές καταστροφές από την κλιματική κρίση, που τις βιώσαμε και οι δύο χώρες. Ταυτόχρονα όμως, βιώσαμε και βιώνουμε και περιφερειακές συγκρούσεις, που εγείρουν σοβαρή ανησυχία, πολύ περισσότερο όταν εξελίσσονται στην ευρύτερη περιοχή μας.
Αλλά και οι διμερείς μας σχέσεις γνώρισαν διακυμάνσεις, που κάποιες στιγμές τις απείλησαν επικίνδυνα και μαζί τους την ασφάλεια και την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι τους τελευταίους μήνες οι δύο χώρες βαδίζουν σε ένα πιο ήρεμο μονοπάτι.
Ελλάδα και Τουρκία, Τουρκία και Ελλάδα, οφείλουν να ζουν ειρηνικά, να διατυπώνουν τις διαφορές τους, που είναι γνωστές, να τις συζητούν με ειλικρίνεια και να αναζητούν συνέχεια λύσεις. Κι αν αυτές δεν γεφυρώνονται, πάντως να μην παράγουν αυτόματα εντάσεις και κρίσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση, κ. Πρόεδρε, τον περασμένο Ιούλιο στο Βίλνιους, συμφωνήσαμε να πιάσουμε και πάλι το νήμα των επαφών μας, με στόχο να αναζητήσουμε τρόπους συνεργασίας. Και αναθέσαμε στους δύο Υπουργούς Εξωτερικών να καθοδηγήσουν τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Ο οδικός χάρτης τον οποίον υιοθετήσαμε συμπεριελάμβανε τρία επίπεδα: τον πολιτικό διάλογο, τη θετική ατζέντα και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Και, στη συνέχεια, οι συνομιλίες των δύο αντιπροσωπειών έγιναν, πρέπει να πω, σε ένα πολύ παραγωγικό κλίμα.
Εμείς οι ίδιοι, αγαπητέ μου Πρόεδρε, βρισκόμαστε για τρίτη φορά μέσα στους τελευταίους έξι μήνες. Στις δύο πρώτες συναντήσεις οργανώσαμε τα επόμενα βήματα και αξιολογήσαμε την πρόοδο όσων συμφωνήσαμε. Και σήμερα, στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, κάνουμε μία ακόμα αποτίμηση αυτών των κοινών προσπαθειών μας.
Προσπάθειες που οδήγησαν σε νέες ή αναβαθμισμένες παλαιότερες συμφωνίες σε πολλά επίπεδα: στην ηλεκτρική ενέργεια, στο εμπόριο, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό, στην τεχνολογία, στον τουρισμό, στη σύσφιξη των οικονομικών μας σχέσεων. Το διμερές μας εμπόριο αυτή τη στιγμή έχει ξεπεράσει τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι ρεαλιστικός στόχος μέσα σε μια πενταετία να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Συμφωνήσαμε επίσης την προώθηση της συναντίληψης και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών στον αγροτικό τομέα, στην έρευνα, την καινοτομία. Προάγουν τη συνεργασία νέων επιστημόνων και ενισχύουν το εξαγωγικό και το επενδυτικό περιβάλλον και στις δύο μας χώρες.
Στο μεταναστευτικό, διαπιστώσαμε την σημαντική μείωση των ροών το τελευταίο διάστημα, ως αποτέλεσμα της συστηματικής φύλαξης των χερσαίων και των θαλασσίων συνόρων μας, θα πρόσθετα ωστόσο και λόγω της πολύ καλύτερης συνεργασίας της Αστυνομίας, του Λιμενικού και της Ακτοφυλακής και των δύο χωρών. Αυτή η συνεργασία μπορεί να βελτιωθεί και πρέπει να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο.
Αναφορικά με τη σταθερή υποστήριξη της Ελλάδας για την ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, η χώρα μας στηρίζει τη διευκόλυνση χορήγησης θεωρήσεων, στο πλαίσιο πάντα του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ώστε να μπορεί η νέα γενιά της Τουρκίας, οι επιστήμονες, οι επιχειρηματίες, οι φοιτητές να αναπτύξουν στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη.
Επιπλέον, η Ελλάδα ζήτησε και εξασφάλισε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα Τούρκων πολιτών και των οικογενειών τους να επισκέπτονται όλο τον χρόνο, για επτά μέρες, δέκα νησιά μας, που είτε διαθέτουν προσφυγικές δομές είτε έχουν άμεσες πορθμειακές συνδέσεις με την Τουρκία.
Είναι μία πρωτοβουλία με ισχυρό μήνυμα, που δηλώνει και μια μεγάλη αλήθεια: ότι τα ελληνικά νησιά αποτελούν γέφυρα επικοινωνίας και φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Όπως επίσης γέφυρες συνεργασίας και φιλίας αποτελούν και οι μειονότητες των δύο χωρών, γιατί η ισονομία και η ευημερία που εξασφαλίζει κάθε κράτος στις μειονότητές του βοηθά στην αμοιβαία κατανόηση και στον αλληλοσεβασμό.
Με τον Πρόεδρο Erdoğan εξετάσαμε και όλες τις εξελίξεις στην περιοχή αλλά και στον κόσμο. Εξελίξεις που μας προβληματίζουν, στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, στον Καύκασο.
Πάντα οφείλουμε, όπως είπα, να συγκλίνουμε στην ανάγκη τήρησης της διεθνούς νομιμότητας. Στην καταδίκη, δηλαδή, κάθε μορφής επιθετικότητας, εξτρεμισμού και τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία αυτή εκδηλώνεται, στον απόλυτο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και στην προστασία των αξιών του ανθρωπισμού, με ειδική έμφαση στην προστασία των αμάχων.
Όπως επίσης διαφωνούμε και στο Κυπριακό. Για εμάς, το λέω καθαρά, δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Θα πρέπει να επανεκκινήσει ο διάλογος από εκεί που διακόπηκε το 2017. Μόνο μέσα από αυτόν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος.
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Tayyip, τον Οκτώβριο του 1930 υπογράφηκε στην Άγκυρα το Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας μεταξύ των χωρών μας.
Τότε ο İsmet İnönü είχε δηλώσει πως «καμία διαφορά δεν μπορεί πια να χωρίσει τα δύο έθνη μέσα από την προσέγγιση να διαδραματίσουν ένα σπουδαίο ρόλο». Ενώ, από την πλευρά του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Πρωθυπουργός της Ελλάδος είχε αναφέρει: «ερχόμεθα να τείνομεν ειλικρινώς το χέρι και να δηλώσομεν ότι ο μακραίων ανταγωνισμός ετερματίσθη οριστικώς».
Δυστυχώς γεγονότα και ιστορικά πάθη εμπόδισαν τη θέληση των δύο ηγετών από το να γίνει αυτό πραγματικότητα. Η παρακαταθήκη τους, όμως, παραμένει ενεργή και σήμερα. Παραμένει, θα έλεγα, πιο επίκαιρη παρά ποτέ λόγω των κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, ώστε σήμερα, 100 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, συνάπτεται Διακήρυξη περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας.
Είναι μία Διακήρυξη που είχε οραματιστεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν παρέλαβε το 1997 το μεγάλο Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί ως μέσο καλόπιστου διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου.
H Διακήρυξη που υπογράψαμε πριν από λίγο, σεβόμενοι απόλυτα τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριαρχία κάθε χώρας, επιβεβαιώνει τη σχέση φιλίας μεταξύ μας, καθορίζει τις αρχές και τα ορόσημα του διαλόγου μας και αναδεικνύει τις δυνατότητες συνεργασίας μας, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Και με βάση αυτές τις παραδοχές θα προχωρήσουμε σταδιακά και στα επόμενα βήματα. Με συναντήσεις των δύο αντιπροσωπειών θα διευρύνουμε τη θετική μας ατζέντα, θα εντείνουμε την οικονομική μας συνεργασία, θα επεκτείνουμε τα Μέτρα Οικοδόμησης της Εμπιστοσύνης.
Και η επόμενη φάση του πολιτικού διαλόγου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, μπορεί να είναι η προσέγγιση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, που σύμφωνα με την Ελλάδα συνιστά τη μόνη διαφορά που θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, με πυξίδα πάντοτε το Διεθνές Δίκαιο και ειδικά το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί τον πιο ασφαλή πλοηγό στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών.
Και βέβαια, συμφωνήσαμε να συνεχίσουμε και εμείς τις επαφές μας. Προτίθεμαι, κ. Πρόεδρε, να επισκεφτώ μέσα στην άνοιξη και την Άγκυρα, πριν σας συναντήσω τον επόμενο Ιούλιο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον.
Κλείνω με τη σκέψη ότι η γεωγραφία και η ιστορία μάς έταξαν να ζούμε στην ίδια γειτονιά. Οι συγκυρίες έφεραν συχνά τον έναν απέναντι στον άλλον και γνωρίζω ότι υπάρχουν φωνές -είμαι σίγουρος και στην Ελλάδα και στην Τουρκία- που δεν συμφωνούν με αυτή την προσέγγιση.
Όμως αισθάνομαι χρέος, ιστορικό χρέος, να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία να φέρουμε τα δύο κράτη δίπλα-δίπλα, όπως άλλωστε είναι και τα σύνορά μας.
Μέχρι τώρα πετύχαμε οι σχέσεις μας να επανέλθουν σε ήρεμα νερά. Σήμερα, στο όνομα των επόμενων γενεών, οφείλουμε και οι δύο να χτίσουμε ένα αύριο όπου σε αυτά τα ήρεμα νερά θα φυσήξει και ένας ούριος άνεμος. Ένα αύριο ειρήνης, προόδου και συνεργασίας. Δείχνοντας ευθύνη και ρεαλισμό, θέλω σήμερα να κοιτάξω στο μέλλον.
Και πάλι, καλώς ορίσατε στην Αθήνα.
Μετά την τοποθέτηση του Προέδρου της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε:
Αφού εκφράσω για ακόμα μια φορά την ικανοποίησή μου για την υπογραφή αυτού του σημαντικού Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο μόνο για τα ζητήματα των μειονοτήτων.
Ξέρετε, για εμάς και για εμένα προσωπικά, η Θράκη αποτελεί ένα παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας έχουν -και αγωνιζόμαστε πάντα να διασφαλίζουμε στην πράξη- ίσες ευκαιρίες. Σε αυτή την κατεύθυνση αγωνιζόμαστε.
Ο προσδιορισμός της ιδιότητας της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης. Χρέος δικό μας είναι αυτό το κλίμα της αρμονικής συνύπαρξης, είναι χρέος της ελληνικής έννομης τάξης, να το διασφαλίσουμε και να το ενισχύσουμε.
Και θέλω να σας διαβεβαιώσω, και να διαβεβαιώσω βέβαια όλους τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας, ότι προς αυτή την κατεύθυνση η Ελληνική Κυβέρνηση θα εξακολουθεί να δουλεύει νυχθημερόν.