Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Τρεις παρατηρήσεις, ξεκινώντας πρώτα με την τοποθέτηση του κ. Φάμελλου και την επανάληψη -θα έλεγα με μία φρασεολογία που δεν τον έχουμε συνηθίσει μέχρι στιγμής- των προσωπικών χαρακτηρισμών απέναντί μου, τους οποίους αναπαρήγαγε συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης, από τότε ουσιαστικά που εκλέχθηκα Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Κοιτάξτε, κ. Φάμελλε, τα δικά σας προβλήματα, τα ζητήματα τα οποία μπορεί να έχει ο δικός σας αρχηγός να λύσει με το πόθεν έσχες του, δεν θα τα κρύψετε μέσα από τέτοιες προσωπικές επιθέσεις, οι οποίες εξάλλου έχουν απαντηθεί πολλές φορές και τα σχετικά όργανα της Βουλής έχουν γνωμοδοτήσει τόσες φορές, που δεν νομίζω ότι έχει απασχολήσει πόθεν έσχες κανενός βουλευτή περισσότερο την Επιτροπή από ό,τι το δικό μου. Διότι αυτή ήταν η συνειδητή στρατηγική σας: να στοχοποιήσετε εμένα, τη σύζυγό μου, εδώ και επτά χρόνια. Επομένως, καλά ξεμπερδέματα τώρα για τα δικά σας προβλήματα.
Όμως, επειδή κάνατε μια αναφορά πάλι στα ζητήματα του κράτους δικαίου και στο «αυταρχικό πρόσωπο» το οποίο παρουσιάζει αυτή η κυβέρνηση, δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστες, και θα ήθελα επί τη ευκαιρία της δικής σας τοποθέτησης να απαντήσω, θυμίζοντας δύο δηλώσεις οι οποίες έγιναν τις τελευταίες μέρες για τα πεπραγμένα των δικών σας ημερών.
«Στο Μέγαρο Μαξίμου είχε στηθεί ένα “παρα-υπουργείο Δικαιοσύνης”», υποστήριζε, προσέξτε, ο Υπουργός Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ. Από ποιον να στηθεί; Προφανώς από τον Πρωθυπουργό, κάτι θα ήξερε για το ζήτημα αυτό και ο κ. Παππάς, ο οποίος κουνάει το κεφάλι του από πίσω σας.
Ο κ. Κούλογλου σήμερα, εκλεγμένος ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ: «το να μπουν μέσα στο κάδρο Πικραμμένος, Βενιζέλος, Σαμαράς, χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία, ήταν πολιτική απόφαση και ήταν λάθος. Σίγουρα ήξερε ο Τσίπρας. Πιστεύω ότι ήταν μια λάθος πολιτική απόφαση».
Αναγκάζομαι, λοιπόν, να επανέλθω στα ζητήματα αυτά, για να φρεσκάρω λίγο τη μνήμη σας για τα έργα και τις ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ, μιας και τόσο πολύ κόπτεσθε για τα θέματα κράτους δικαίου. Καλό είναι, λοιπόν, να τα θυμίζουμε και αυτά διότι δεν έχουμε, ξέρετε, εδώ πολύ ασθενή μνήμη. Και νομίζω ότι στο ζήτημα αυτό τουλάχιστον θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικοί.
Έρχομαι τώρα όμως στην ουσία της συζήτησης και στην επιχειρηματολογία η οποία αναπτύχθηκε από τον κ. Φάμελλο και από τον κ. Ανδρουλάκη. Θα απαντήσω πρώτα στον κ. Φάμελλο, ο οποίος μας είπε, με δακρύβρεχτο και φορτισμένο συναισθηματικά λόγο, ότι «το νομοσχέδιο στερεί το δικαίωμα στη γνώση».
Σε ποιον το στερεί, κ. Φάμελλε; Σε ποιον στερεί το δικαίωμα στη γνώση; Ο Έλληνας φοιτητής ο οποίος δίνει πανελλαδικές εξετάσεις και μπαίνει στο δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει δωρεάν σε ποιοτικά δημόσια πανεπιστήμια της επιλογής του και ανάλογα με τις επιδόσεις του στις εξετάσεις.
Αν μας κατακρίνετε για την ελάχιστη βάση εισαγωγής, εμείς είμαστε πολύ υπερήφανοι, διότι δεν πρόκειται να «σπρώχνουμε» νέα παιδιά σε τμήματα τα οποία πρακτικά υπολειτουργούν. Τα οποία εσείς δημιουργήσατε ένα βράδυ πριν από τις εκλογές με εκπρόθεσμη τροπολογία, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι τα τμήματα αυτά καταδικάζουν ουσιαστικά τα νέα παιδιά σε μια πολύχρονη «φοίτηση», διότι κανείς τελικά δεν κατέληγε να αποφοιτεί από αυτά τα τμήματα, υποτίθεται με τη φαντασίωση ότι με αυτόν τον τρόπο προσφέρουμε δωρεάν δημόσια εκπαίδευση σε όλα τα νέα παιδιά της χώρας.
Λοιπόν, σε κανέναν δεν στερεί αυτό το νομοσχέδιο το δικαίωμα στη γνώση. Όπως σήμερα πολλά νέα παιδιά επιλέγουν, κάποια γιατί δεν έχουν περάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο ή κάποια γιατί αυτή είναι η επιλογή τους, να σπουδάσουν στο εξωτερικό, πληρώνοντας δίδακτρα. Όπως άλλα παιδιά επιλέγουν σήμερα να φοιτήσουν στα κολέγια, τα οποία έχουν αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, πληρώνοντας και αυτά ένα τίμημα. Κάποια άλλα παιδιά μπορεί να σπουδάσουν και σε δημόσια ΙΕΚ χωρίς να πληρώσουν τίποτα.
Η βασική διαχωριστική γραμμή, όμως, κ. Φάμελε, είναι μεταξύ του να προσφέρεις δωρεάν παιδεία, ποιοτική δωρεάν παιδεία, και να δίνεις τη δυνατότητα σε κάποιον, ο οποίος για οποιοδήποτε λόγο δεν επιλέγει αυτόν τον δρόμο, να αποκτήσει ένα πτυχίο καταβάλλοντας ένα τίμημα. Ποιος στερεί, λοιπόν, το δικαίωμα στη γνώση σε ποιον;
Και τα παιδιά τα οποία έχουν φύγει σήμερα και έχουν πάει στην Κύπρο, 4.000 είπατε; 20.000 είναι τα παιδιά τα οποία έχουν πάει στην Κύπρο, για την ακρίβεια 20.546 σύμφωνα με το site του Υπουργείου Παιδείας. Τόσοι είναι οι Έλληνες οι οποίοι σπουδάζουν σήμερα στην Κύπρο. Αυτή είναι, λοιπόν, μία πραγματικότητα. Σε κανέναν, λοιπόν, δεν κλείνουμε το δικαίωμα στη γνώση.
Πρέπει να σας πω επίσης ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία σας γύρω από την εξυπηρέτηση συμφερόντων από αυτή την κυβέρνηση, την οποία υιοθέτησε και με πολύ οργίλο και θυμωμένο ύφος ο κ. Ανδρουλάκης, είναι μία επιχειρηματολογία η οποία δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι σήμερα -γιατί μας κατηγορήσατε, κ. Ανδρουλάκη, ότι «εξυπηρετούμε», λέει, «συμφέροντα»- έχουν ήδη γίνει επενδύσεις. Βεβαίως γίνονται επενδύσεις. Με τον υφιστάμενο νόμο των κολεγίων γίνονται επενδύσεις σήμερα στην Ελλάδα.
Και τι μας λέτε δηλαδή; Κάποιο σενάριο συνωμοσίας, ότι κάποιοι γνώριζαν, είχαν εσωτερική πληροφόρηση ότι η κυβέρνηση θα νομοθετήσει κάτι το οποίο είναι μπροστά στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Άρα, ποιον αιφνιδιάσαμε; Εκπλήξαμε κανέναν; Κάναμε το ανάποδο από αυτό που είχαμε πει; Οποιοσδήποτε σήμερα ασχολείται με τα ζητήματα της εκπαίδευσης γνωρίζει ότι αυτό ήταν πρόθεση της κυβέρνησης να το κάνει.
Και επειδή αναφερθήκατε, κ. Ανδρουλάκη, και στον νόμο Διαμαντοπούλου το 2011, τον 4009, είχα μιλήσει τότε και στη Βουλή ως απλός βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και είχα ενθαρρύνει τότε την παράταξή μας να υπερψηφίσει το νόμο αυτό που ήταν πράγματι μία σημαντική τομή στα τεκταινόμενα της ανώτατης εκπαίδευσης. Διόρθωσε ο νόμος αυτός, για να φρεσκάρω λίγο την μνήμη σας, πάρα πολλές από τις αδυναμίες του νόμου του 1982 του Ανδρέα Παπανδρέου. Γι’ αυτό κατέστη απαραίτητος ο νόμος αυτός.
Αλλά θέλω να σας θυμίσω, κ. Ανδρουλάκη, ότι η κα Διαμαντοπούλου στηρίζει τον νόμο αυτόν. Άρα ο βασικός συντάκτης της μεταρρύθμισης την οποία εσείς επικαλεστήκατε, στηρίζει και τον νόμο και προφανώς την πρωτοβουλία για την αλλαγή του Συντάγματος.
Μας είπατε πάλι, κ. Ανδρουλάκη, ότι «τα media διαστρεβλώνουν» τις θέσεις σας. Ότι υπάρχει αυτός ο πανίσχυρος επικοινωνιακός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος έχει αυτή την ικανότητα ό,τι και αν πείτε να παρουσιάζει το ανάποδο.
Ποια θέση σας από τις τέσσερις -γιατί έχω μετρήσει τέσσερις διαφορετικές θέσεις- έχουμε διαστρεβλώσει; Τέσσερις, τα έχω μάλιστα εδώ.
Στις 20/12 -τα είπε και ο Υπουργός, θα τα πω μιας και σας έχω απέναντί μου, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και να αποκαταστήσουμε πλήρως την αλήθεια-, αφού είχε δημοσιευθεί η πρόθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει, όχι σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο: «δεν θα μπούμε εμπόδιο στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αρκεί το νομοσχέδιο», προσέξτε, μιλούσαμε για νομοσχέδιο, «να μην είναι σε βάρος των δημοσίων». Πρώτη τοποθέτηση.
Δεύτερη τοποθέτηση, στις 12/2: «Σήμερα προτείνουμε το σκανδιναβικό μοντέλο». Εμένα πιο πολύ με σκανδιναβικό σταυρόλεξο μου μοιάζει, γιατί κανείς δεν έχει καταλάβει ακριβώς τι είναι το σκανδιναβικό μοντέλο.
Και, εν πάση περιπτώσει, αν μιλάμε για σκανδιναβικό μοντέλο, να σας πω ότι η Φινλανδία -που πράγματι είναι μια χώρα την οποία και εγώ έχω μελετήσει και έκανε μια πολύ σημαντική μεταρρύθμιση στην παιδεία της, ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια παιδεία- αυτή τη στιγμή ουσιαστικά προσφέρει πανεπιστημιακές θέσεις στο 30% -προσέξτε, το 30%- των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το υπόλοιπο 70% κατευθύνεται στη μεταλυκειακή και την τεχνική εκπαίδευση. Λοιπόν, αυτό είναι το σκανδιναβικό μοντέλο.
Εμείς, λοιπόν, ερχόμαστε και λέμε, βεβαίως θέλουμε να ενισχύσουμε την τεχνική εκπαίδευση και ένας από τους λόγους που εφαρμόσαμε και την ελάχιστη βάση εισαγωγής είναι ακριβώς γιατί προτιμούμε να στρέψουμε παιδιά σε μια μεταλυκειακή εκπαίδευση η οποία θα τους δώσει τη δυνατότητα εκείνη να έχουν μια πιστοποίηση και ένα ακαδημαϊκό εχέγγυο που να τους βρει θέση στην αγορά εργασίας, παρά να επιμείνουμε στην φαντασίωση του κ. Φάμελλου ότι όλα τα παιδιά πρέπει να σπουδάσουν δωρεάν σε σχολές που θα προσφέρουν πτυχία χωρίς αντίκρισμα.
Αυτό εννοείτε; Αν εννοείτε αυτό, να το συζητήσουμε. Γιατί πράγματι εδώ υπάρχει κάτι ουσιαστικό για το πώς κατανέμουμε, αν θέλετε, τα παιδιά που τελειώνουν το λύκειο μεταξύ των πανεπιστημίων και μεταξύ της τεχνικής εκπαίδευσης.
Αλλά δεν έχουμε τελειώσει εδώ με τις πιρουέτες σας. Τρίτη τοποθέτηση, 22/2/24: «Τον νόμο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν θα τον ψηφίσουμε» -αφού «δεν θα σταθούμε εμπόδιο», «δεν θα το ψηφίσουμε»- «γιατί θέλουμε μια καθαρή λύση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι την εμπορευματοποίηση, που υπονομεύει ένα σοβαρό μη κρατικό, μη κερδοσκοπικό και εν τέλει δημόσιο πανεπιστήμιο». Βέβαια αυτό το είπατε χωρίς να έχετε δει τον νόμο, γιατί ο νόμος κατατέθηκε δύο μέρες μετά.
Τέταρτη τοποθέτηση: «συμφωνούμε με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων με αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος», το οποίο δεν το είχατε θυμηθεί στην αρχή. Αν το πρόβλημά σας με το νομοσχέδιο ήταν ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να νομοθετήσουμε διότι υπάρχει καθολική συνταγματική απαγόρευση, γιατί δεν το είπατε εξ αρχής; Το είπατε τρεις μήνες μετά. Μετά θυμηθήκατε λοιπόν το άρθρο 16, γιατί «αυτό που κάνει η Νέα Δημοκρατία είναι διευθέτηση συμφερόντων».
Για πρώτη φορά θυμηθήκατε, λοιπόν, το Σύνταγμα στις 26 Φεβρουαρίου και μετά μας είπατε κιόλας ότι δεν θα επιτρέψετε και κανένα ρήγμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ.
Τώρα συγγνώμη, τα media σας φταίνε, κ. Ανδρουλάκη; Εδώ έχουμε ζαλιστεί όλοι. Δεν μπορούμε να σας παρακολουθήσουμε από τις πιρουέτες σας και τις οβιδιακές σας μεταμορφώσεις.
Πολύ πιο έντιμο να πείτε «κοιτάξτε, εμείς ως ΠΑΣΟΚ έχουμε μία θέση: θέλουμε να πάμε κόντρα στην κυβέρνηση σε όλα. Βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει τα προβλήματά του. Εμείς είμαστε η αντιπολίτευση. Λέμε “όχι” σε όλα. Κατά συνέπεια λέμε “όχι” και σε αυτό». Είναι μία πολιτική θέση καθαρή, μπορώ να την καταλάβω, αλλά μην βλέπετε τώρα συμφέροντα μέσα για να κρύψετε τις δικές σας χτυπητές αδυναμίες.
Και ξέρετε, και μία παρατήρηση υφολογική: με το να υψώνετε τον τόνο της φωνής σας και να είστε πάντα τόσο θυμωμένος και τόσο οργισμένος, μάλλον περνάτε ένα μήνυμα στο Σώμα και σε αυτούς που σας παρακολουθούν ότι τα επιχειρήματά σας δεν είναι και εξαιρετικά στέρεα.
Και κάτι τελευταίο, επανέρχομαι γιατί το είχα ξεχάσει, επανέρχομαι στον κ Φάμελλο. Την ώρα που μιλούσατε εσείς για το νομοσχέδιο, ο αρχηγός σας έκανε μία ανάρτηση. Αναφέρθηκε σε μια σειρά «οι δικές μας προτάσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο».
Αφήνω στην άκρη το γεγονός ότι είναι λίγο παράξενο ο αρχηγός σας να κάνει μία ανάρτηση την ώρα που μιλάει ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδος, την οποία προφανώς δεν γνωρίζατε, γιατί δεν κάνατε ούτε μία αναφορά στην ομιλία σας στην ανάρτηση του Προέδρου σας. Αλλά αυτό είναι δικό σας εσωτερικό ζήτημα.
Τι λέει, λοιπόν; Γιατί είναι «μελετημένες», είναι «στέρεες», είναι «καλά επεξεργασμένες» προτάσεις: «Διπλασιασμός του διδακτικού προσωπικού προκειμένου να φτάσουμε στον μέσο όρο στην αναλογία καθηγητών. Διπλασιασμός των κονδυλίων που δίνονται στα πανεπιστήμια για την έρευνα. Πρόγραμμα “Εστία παντού”, ανέγερση φοιτητικών εστιών με χρηματοδότηση από έσοδα του δημοσίου», λέει ο ποιητής, «από τον κλάδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Έκπτωση ενοικίων για φοιτητική στέγη από το φορολογητέο εισόδημα» και μετά πετάει και από κάτω ένα, που δεν καταλαβαίνω αν αναφέρεται μόνο στην κατηγορία «4» ή σε όλα: «δημοσιονομικό κόστος 225 εκατομμύρια».
Τώρα τι θέλετε να σας πω; Το πρόγραμμά σας είναι πολύ απλό: επί δύο. Ό,τι δίνουμε επί δύο. Γιατί όχι επί τρία, επί τέσσερα, επί πέντε; Γιατί είστε τόσο τσιγκούνηδες; Κάντε το λίγο πιο γαλαντόμο, μήπως τσιμπήσουν και λίγο τα ποσοστά σας, γιατί αυτό το «επί δύο» μου φάνηκε μεταξύ μας λίγο τσουρούτικο.
Για να επανέλθω, λοιπόν, στο βασικό ζήτημα του νομοσχεδίου, εμείς επαναλαμβάνουμε τη θέση μας ότι κινούμαστε στα όρια του Συντάγματος, διότι το Σύνταγμα, όπως έχει εξηγήσει πολλές φορές και ο Υπουργός, είναι ένα ζωντανό κείμενο, το οποίο προσαρμόζεται και το οποίο λαμβάνει υπόψιν και τη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Κατά συνέπεια, γι’ αυτό ακριβώς δεν μιλάμε για σύσταση πανεπιστημίων -δεν μπορείτε εσείς και εγώ αύριο να έρθουμε να συστήσουμε ένα πανεπιστήμιο στην πατρίδα μας- και μιλάμε μόνο για την εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων, τα οποία υπάρχουν στο εξωτερικό.
Βεβαίως και πρόθεσή μας είναι να προβούμε στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Καλό θα ήταν, επειδή αυτά τα οποία λέμε εδώ καταγράφονται, για να μην ξαναβρεθούμε στη δύσκολη θέση τώρα να πρέπει να αλλάζουμε τις απόψεις μας όπως το κάνατε μέσα σε δύο μήνες και επειδή αυτή η συζήτηση θα έρθει λίγο αργότερα, να πούμε κατ’ αρχάς: συμφωνείτε; Δεσμεύεστε εδώ ρητά και κατηγορηματικά ότι θα αναθεωρήσετε το άρθρο 16;
Γιατί αυτά είχε πει και ο Γιώργος Παπανδρέου και μετά έκανε άλλη κωλοτούμπα. Πείτε το λοιπόν, μην έρθετε να μας πείτε πάλι ότι «δεν μας αρέσει η διατύπωση, κάτι μου ξινίζει, κάτι δεν μου αρέσει». Δηλαδή να δεσμευτείτε ρητά ότι τουλάχιστον αυτό το βήμα θα το κάνουμε.
Εμείς κάνουμε, λοιπόν, το πρώτο βήμα σήμερα. Θα πρέπει κάποια στιγμή να γίνει το δεύτερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία ξεκάθαρη άποψη επ’ αυτού, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό, αλλά τουλάχιστον εδώ ξέρουμε ότι διαφωνούμε. Με εσάς έχω μπλεχτεί λίγο, οπότε θα ήθελα, σας παρακαλώ πολύ, να μας διαφωτίσετε.
Ένα τελευταίο ζήτημα, το οποίο αφορά την Ουκρανία, γιατί άκουσα την τοποθέτηση του κ. Φάμελλου και μπορεί να τη σχολιάσει κανείς και ελαφρώς καθυστερημένη καταδίκη του συμβάντος που έγινε στην Οδησσό πριν από δύο μέρες.
Μου έκανε εντύπωση ότι ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει πει κουβέντα ο ίδιος για το θέμα αυτό, όπως δεν έχει πει κουβέντα ούτε ο Πρόεδρός σας. Νομίζω ότι είναι αρκετά σημαντικό θέμα, όταν τοποθετείται επί παντός επιστητού μέσα από τα social media να είχαμε ακούσει την άποψή του. Καταγράφω όμως την καταδίκη.
Οφείλω, βέβαια, να επισημάνω το γεγονός ότι ενώ δέχεστε ότι υπάρχει ρωσική επιθετικότητα, έχετε την απαίτηση η Ουκρανία να αμύνεται με γαρίφαλα και τριαντάφυλλα. Έτσι είναι, ε;
Λοιπόν, αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας πόλεμος, ο οποίος κάθε μέρα έχει ανθρώπινα θύματα εκ των οποίων και πάρα πολλούς αμάχους. Στον πόλεμο αυτόν υπάρχει ένας επιτιθέμενος και υπάρχει ένας αμυνόμενος. Ο αμυνόμενος είναι η Ουκρανία, η οποία απολαμβάνει της καθολικής στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, και είμαστε υπερήφανοι για τη θέση μας αυτή, διότι είναι μια θέση αρχής, η οποία εξυπηρετεί και τα εθνικά μας συμφέροντα, για λόγους που νομίζω ότι είναι απολύτως μα απολύτως αυτονόητοι.
Άρα, είναι ωραίο να λέμε ότι «είμαστε με την ειρήνη και πρεσβεύουμε την αγάπη», πλην όμως εκεί πέφτουν πύραυλοι και υπάρχει μια επίθεση μιας χώρας πολύ ισχυρής. Και είναι ειλημμένη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε επίπεδο ομοφωνίας, να στηρίξουμε την Ουκρανία και με αμυντικό υλικό, όπως κάνουν όλες ανεξαιρέτως οι ευρωπαϊκές χώρες.
Διότι, άκουσα κάποιον βουλευτή σας σήμερα το πρωί σε ένα κανάλι να λέει: «δεν στηρίζουν όλοι». Πείτε μου μια ευρωπαϊκή χώρα η οποία σήμερα να μην στηρίζει την Ουκρανία.
Έχουμε, λοιπόν, διεκδικήσει και πετύχει στην εξωτερική μας πολιτική να μην είμαστε μια ευρωπαϊκή εξαίρεση. Ήμασταν εξαίρεση για μια δεκαετία. Αυτό ευτυχώς το ξεπεράσαμε. Κατακτήσαμε λοιπόν τη θέση της Ελλάδας ως ενός αξιόπιστου εταίρου, ο οποίος συντάσσεται με την ευρωπαϊκή οικογένεια, επηρεάζει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις όποτε έχει αυτή την δυνατότητα.
Και ναι, στεκόμαστε στο πλευρό του ουκρανικού λαού, όπως στεκόμαστε, κ. Φάμελλε, και στο πλευρό των Ελλήνων της Ουκρανίας. Χαίρομαι που το αναφέρατε, αλλά αυτός είναι ένας λόγος ακόμα να σταθούμε στο πλευρό της Ουκρανίας. Δεν είναι η Ουκρανία μια αδιάφορη χώρα στην οποία ο Ελληνισμός δεν έχει ένα διαχρονικό ιστορικό αποτύπωμα.
Αυτός ήταν και ο λόγος που επέλεξα να βρεθώ στην Οδησσό και όχι στο Κίεβο. Διότι η Οδησσός είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας. Είναι μία πόλη η οποία είναι απολύτως ταυτισμένη με τον δικό μας αγώνα για ελευθερία και για εθνική ανεξαρτησία.
Και κάτι τελευταίο, διότι έγινε πολύς λόγος για το συμβάν και πράγματι ήταν ένα συμβάν αρκετά ανησυχητικό. Αλλά, ξέρετε, ήμουν στην Ουκρανία για επτά ώρες και μετά έφυγα από την Ουκρανία, όπως φεύγουν και όλοι οι ξένοι ηγέτες που την έχουν επισκεφτεί. Οι άνθρωποι αυτοί όμως, στην Οδησσό, ζουν με τις ρωσικές επιθέσεις κάθε μέρα και πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα, αν μη τι άλλο, να μπορούν να αμυνθούν απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Και αυτό κάνουμε. Και είμαστε πολύ, πολύ υπερήφανοι για αυτή μας τη θέση.
Τέλος, επειδή σήμερα είναι η Ημέρα της Γυναίκας και επειδή κάνατε μία αναφορά στα ζητήματα των γυναικοκτονιών, θέλω να σας πω ότι προσωπικά είναι ένας όρος τον οποίο και εγώ έχω υιοθετήσει, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να του δίνω νομική διάσταση. Πιστεύω, όμως, στο ζήτημα του δημόσιου λόγου και της ανάδειξης αυτού του μεγάλου προβλήματος για το οποίο η κυβέρνησή μας έχει κάνει αρκετά πράγματα τα οποία δεν θέλω να τα επαναλάβω όλα. Ενδεικτικά αναφέρω μόνο το panic button, το οποίο αυτή τη στιγμή έχει ήδη σώσει, αποδεδειγμένα, ζωές γυναικών οι οποίες το έχουν αξιοποιήσει.
Άρα, να συμφωνήσουμε λοιπόν ότι είναι ένας όρος τον οποίο μπορούμε να χρησιμοποιούμε στο λεξιλόγιο του δημόσιου λόγου μας -μπορεί να υπάρχουν και άλλες απόψεις, εγώ προσωπικά συμφωνώ με αυτό-, όμως αν θέλουμε να μιλήσουμε, κ. Φάμελλε, για τον Ποινικό Κώδικα αυτόν καθ’ αυτόν, δεν μπορώ να μην ξεχάσω ότι εσείς ήσασταν αυτοί που τα ισόβια για την ανθρωποκτονία τα κάνατε ισόβια ή μέχρι 15 χρόνια και τον βιασμό τον κάνατε από 20 χρόνια 15. Αυτή η κυβέρνηση ήρθε και νομοθέτησε τα ισόβια για τον βιασμό ανηλίκου.
Άρα, καλό είναι να μην περιοριζόμαστε μόνο στα λόγια, αλλά οι πράξεις μας και οι επιλογές μας να υποστηρίζουν τελικά αυτά τα οποία πιστεύουμε. Διότι αυτή η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, αφού -θέλω να το θυμίσω αυτό- ο κ. Τσίπρας είχε ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή του να προσφύγει στις εθνικές εκλογές κρατώντας τη Βουλή ανοιχτή για μία εβδομάδα μόνο γι’ αυτόν τον λόγο -για να μην ξεχνιόμαστε-, είναι μία πολύ αμαρτωλή ιστορία και δεν νομίζω ότι έχουμε μάθει ακόμα όλες τις πτυχές της.
Σας ευχαριστώ πολύ.