Τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συζήτησή του με τον Enrico Letta στο πλαίσιο του 28ου ετήσιου συνεδρίου «Economist Government Roundtable»

Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε σε συζήτηση με τον Πρόεδρο του Ινστιτούτου Jacques Delors και πρώην Πρωθυπουργό της Ιταλίας Enrico Letta, στο πλαίσιο του 28ου ετήσιου συνεδρίου «Economist Government Roundtable», που πραγματοποιήθηκε στο Γκολφ Γλυφάδας «Κωνσταντίνος Καραμανλής». Τη συζήτηση συντόνισε ο Daniel Franklin του περιοδικού «The Economist». Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά.

Στην αρχή της συζήτησης, αναφορικά με το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών σε επίπεδο ΕΕ, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

«Καταρχάς, είναι σαφές ότι αποδίδει η συστηματική παρουσία στα συνέδριά σας. Ελπίζω να μην ήταν αυτός ο πρωταρχικός λόγος που μας ψηφίσατε “χώρα της χρονιάς”, αλλά σας ευχαριστώ, σε κάθε περίπτωση, γι’ αυτή τη μεγάλη τιμή.

Τώρα, όσον αφορά στις ευρωπαϊκές εκλογές, επιτρέψτε μου, πρώτα απ’ όλα, να επισημάνω ότι όταν εξετάζουμε τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από πλευράς αριθμών, είναι πολύ σαφές ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό κέντρο, όπως εκπροσωπείται από τις τρεις κύριες πολιτικές οικογένειες, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους ευρωπαίους Σοσιαλιστές και τους ευρωπαίους Φιλελεύθερους, έχει μια άνετη πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.Είναι, στην πραγματικότητα, η μοναδική λειτουργική πλειοψηφία, για τον λόγο αυτό οι συζητήσεις γύρω από τις κορυφαίες θέσεις επικεντρώθηκαν ουσιαστικά στις τρεις πολιτικές ομάδες.

Πιστεύω ότι η σκληρή δεξιά ή η ακροδεξιά μάλλον τα πήγε ελαφρώς χειρότερα από ό,τι πολλοί περίμεναν πριν τις εκλογές. Ωστόσο, έκαναν σαφώς αισθητή την παρουσία τους στη Γαλλία και στη Γερμανία. Βεβαίως, αυτή είναι μια εξέλιξη που έχει προφανείς συνέπειες και για τις δύο αυτές χώρες, οι πιο δραματικές λαμβάνουν χώρα στη Γαλλία αυτή τη στιγμή που μιλάμε, επειδή το αποτέλεσμα προκάλεσε κοινοβουλευτικές εκλογές. Είναι πράγματι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι αυτές τις ημέρες υπάρχει ανησυχία για τη δημοσιονομική κατάσταση και το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, ενώ η Ελλάδα, που ήταν το γνωστό παράδειγμα των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται να τα πηγαίνει ιδιαίτερα καλά και να αποτελεί πυλώνα δημοσιονομικής σταθερότητας.

Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί αυτή η λειτουργική πλειοψηφία και να διασφαλιστεί ότι η νέα Πρόεδρος της Επιτροπής θα φτάσει το όριο των 361 ψήφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προσδοκία μου είναι ότι αυτό θα συμβεί. Στη συνέχεια, η Ευρώπη θα πρέπει εργαστεί σκληρά, ουσιαστικά να κάνει πράξη τους πυλώνες μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής που θα εξετάζει ζητήματα γύρω από την ανταγωνιστικότητα.

Θα ήθελα να συγχαρώ τον Enrico για την πραγματικά εξαιρετική έκθεσή του. Κατέβαλε πολλή προσπάθεια και διέθεσε ενέργεια για τη συγγραφή αυτού του κειμένου, και είναι σαφές ότι δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς μια υποχρέωση που έπρεπε να διεκπεραιώσει. Υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες σκέψεις και ιδέες σε αυτή την έκθεση, τις οποίες είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε. Το πώς θα κάνουμε πραγματικά την ενιαία αγορά να λειτουργήσει στους τομείς όπου πρόδηλα έχουμε προκλήσεις, επιπρόσθετες νέες ελευθερίες που πρέπει να κατοχυρώσουμε στη συλλογική ευρωπαϊκή λογική μας, όλα αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα που , σε κάποιο βαθμό προσφέρουν απαντήσεις και στα παράπονα που νιώθουν οι Ευρωπαίοι.

Ασφαλώς, έπειτα πρέπει να εξετάσουμε ζητήματα όπως η άμυνα, η μετανάστευση. Αυτά είναι ζητήματα που θα έχουν εξέχουσα θέση στον επόμενο ευρωπαϊκό κύκλο. Θεωρώ, όμως, ότι είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε σχετικά γρήγορα τις κορυφαίες θέσεις, διότι την προηγούμενη φορά υπήρξε πολύ δράμα.

Πιστεύω ότι με όσο μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και ταχύτητα λύσουμε τα εναπομείναντα ζητήματα, το να εγκριθεί η επιλογή της Ursula von der Leyen και στη συνέχεια η επιλογή των υπόλοιπων μελών της Επιτροπής, τόσο καλύτερα θα είναι για την Ευρώπη».

Για το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών σε εθνικό επίπεδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε:

Κυριάκος Μητσοτάκης: Το ένα συμπέρασμα είναι ότι η Νέα Δημοκρατία παραμένει η μοναδική κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα. Εάν αθροίσετε τα ποσοστά του δεύτερου και του τρίτου κόμματος, είναι χαμηλότερα από το ποσοστό που λάβαμε εμείς.

Θέσαμε ως στόχο το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών του 2019, δεν φτάσαμε στο 33%. Πιστεύω ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, τους οποίους λαμβάνω πολύ σοβαρά υπόψη. Δεν πρόκειται μόνο για κόπωση εξαιτίας των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, είμαι βέβαιος ότι αυτό διαδραμάτισε ρόλο, το ποσοστό αποχής ήταν πολύ υψηλό. Είμαι επίσης σίγουρος ότι πολίτες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις ευρωπαϊκές εκλογές ώστε να μας στείλουν ένα μήνυμα, καθώς τους προβληματίζει το κόστος ζωής. Αποτελεί μία πολύ σημαντική προτεραιότητα, είναι πολύ ψηλά στα θέματα που απασχολούν τους περισσότερους πολίτες στη χώρα.

Ταυτόχρονα, όμως, οι ευρωπαϊκές εκλογές δεν μετέβαλαν τις θεμελιώδεις πολιτικές ισορροπίες. Το 2023 είχαμε δύο εθνικές εκλογές, καταφέραμε να φτάσουμε στο 41%. Κατορθώσαμε να αποδείξουμε ότι είναι εφικτό ένα κεντροδεξιό κόμμα να έχει πολύ ευρεία απήχηση και τη δυνατότητα να συσπειρώσει τόσο πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί, όσο και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί κεντρώοι. Πιστεύω αυτό έχει αποδειχθεί μάλλον δύσκολο για πολλά άλλα παραδοσιακά, μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα.

Η νίκη αυτά αντικατοπτρίζεται, ασφαλώς, σε μία ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έχουμε εντολή να κυβερνήσουμε για τέσσερα χρόνια, ώστε να υλοποιήσουμε σύνθετες μεταρρυθμίσεις. Αν η πρώτη τετραετία αφορούσε στη σταθεροποίηση της χώρας -και θαρρώ τα καταφέραμε σε αυτό το μέτωπο- η δεύτερη τετραετία αφορά στη σύγκλιση με την Ευρώπη, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επαναπαυθούμε αλλά θα προωθήσουμε πραγματικά μία επιθετική ατζέντα σύγκλισης με την Ευρώπη.

Απομένουν τρία χρόνια έως την ολοκλήρωση της θητείας μας. Δεν θα γίνουν πρόωρες εκλογές, είμαι κατηγορηματικός σε αυτό το ζήτημα. Οι εκλογές θα λάβουν χώρα το 2027. Ήμουν εξίσου κατηγορηματικός κατά την πρώτη θητεία μας. Πολλοί αμφισβήτησαν την προσήλωσή μου σε έναν σταθερό εκλογικό κύκλο, αποδείχτηκε ότι έκαναν λάθος, θα αποδειχθεί ότι λαθεύουν και πάλι. Οι εκλογές θα γίνουν το 2027 και θα κριθούμε με βάση το σύνολο των όσων πετύχαμε κατά τη δεύτερη τετραετία.

Daniel Franklin: Ξεκάθαρα σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να ακούσετε το μήνυμα των ψηφοφόρων. Το μήνυμα αυτό σας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να επιταχυνθούν ή να επιβραδυνθούν, όπως στο παρελθόν. Υπάρχει κάποιο μήνυμα;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Είμαι ένας αφοσιωμένος μεταρρυθμιστής. Ακόμα κι αν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι μεταρρυθμίσεις ενοχλούν κάποιους, αυτή είναι η φύση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Έχουμε όμως λάβει εντολή γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Παραδείγματος χάρη, είμαι βέβαιος ότι αντιμετωπίζοντας την φοροδιαφυγή, όπως δεσμευτήκαμε να πράξουμε στο προεκλογικό μας πρόγραμμα, θα δυσαρεστήσει κάποιους, όμως εν τέλει όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι η σωστή επιλογή.

Για εμένα το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: να εστιάσουμε σε αποτελέσματα που μπορούμε να φέρουμε. Οι πολίτες θέλουν να αντιμετωπίσουμε ζητήματα που συνδέονται με το κόστος ζωής. Αυτό σχετίζεται με τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, τουλάχιστον με μία διάστασή της: τις τιμές των προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών. Πρόκειται για ζήτημα που επισήμανα όταν είχαμε τις πρώτες συζητήσεις με τον Enrico. Δεν γίνεται να έχουμε παραπλήσια ή πανομοιότυπα προϊόνταν να πωλούνται σε σαφώς διαφορετικές τιμές σε μία ενιαία αγορά, αυτό δεν είναι αποδεκτό. Οι πολίτες θέλουν καλύτερη περίθαλψη.

Στο τέλος της ημέρας, πρέπει να εστιάσουμε στο διαθέσιμο εισόδημα, στη σύγκλιση μισθών. Αυτή είναι η κύρια δέσμευσή μας. Αυτό δεν γίνεται ως εκ θαύματος ούτε μέσω κυβερνητικού διατάγματος. Χρειαζόμαστε επενδύσεις, ανάπτυξη, πρέπει να μειώσουμε την ανεργία.

Όλοι οι δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η οικονομία αναπτύσσεται με σαφώς μεγαλύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η Ελλάδα είναι ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Έχουμε δημιουργήσει σχεδόν 400.000 νέες θέσεις εργασίας κατά την τελευταία πενταετία. Εάν συνεχίσουμε να υλοποιούμε το μεταρρυθμιστικό μας έργο θα πετύχουμε τους στόχους που έχουμε θέσει έως το 2027 για τη σημαντική βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Πιστεύω ότι το μήνυμα ήταν “δουλέψτε σκληρά και κάντε αυτό που μας είπατε ότι θα κάνετε, διότι αυτός ήταν το λόγος που σας επανεκλέξαμε”».

Σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ ο Πρωθυπουργός τόνισε:

«Καταρχάς, συμφωνώ με όσα είπε ο Enrico όσον αφορά τη σύγκριση του πού βρισκόμασταν το 2019 και τη συζήτηση που γίνεται το 2024. Θα έλεγα ότι αυτά τα πέντε χρόνια, παρά τις προκλήσεις, βοήθησαν εμάς, τους Ευρωπαίους, να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση, υπό την έννοια ότι μέσα από πολύ δύσκολους συμβιβασμούς λάβαμε εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις.

Καμία δεν ήταν πιο σημαντική, κατά την άποψή μου, από τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ήταν μια βαρυσήμαντη απόφαση, διότι για πρώτη φορά καταφύγαμε σε ευρωπαϊκό δανεισμό για να χρηματοδοτήσουμε πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες μετά την πανδημία, οι οποίες, ωστόσο, ευθυγραμμίζονται και με την ευρύτερη στρατηγική μας ατζέντα, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, καθώς και ζητήματα ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής.

Πιστεύω ότι μερικές φορές υποτιμούμε τη σημασία αυτής της απόφασης. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 36 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά αυτά τα χρήματα δεν δίνονται δωρεάν. Υπάρχουν πολύ αυστηροί όροι, σαφής σύνδεση με τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιήσουμε και νομίζω ότι υπάρχει μια αυστηρή μεθοδολογία που καθησυχάζει τις χώρες που ήταν πιο επιφυλακτικές απέναντι σε αυτή την απόφαση, ότι τα χρήματα πράγματι ξοδεύονται σωστά.

Γιατί θέτω αυτό το ζήτημα; Διότι αν εξετάσετε τους στόχους που έχουμε θέσει ως Ευρωπαϊκή Ένωση, την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή μετάβαση, τα ζητήματα γύρω από την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή. Αυτό που αναφέρατε πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό, αυτό το “δικαίωμα της παραμονής” στον τόπο σου είναι πράγματι μια πολύ ισχυρή έννοια, που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη ότι η Ευρώπη “είναι μόνο για τις μητροπολιτικές ελίτ που μπορούν να ταξιδεύουν από τη μία χώρα στην άλλη”.

Άμυνα και κατά πόσον μπορούμε να κάνουμε κάτι ουσιαστικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν εξετάζετε τις φιλοδοξίες μας και την οικονομική μας δύναμη πυρός, μου φαίνεται ότι υπάρχει μια αναντιστοιχία. Η πρόκληση είναι το πώς θα κινητοποιήσουμε περισσότερα δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια για την επίτευξη αυτών των σημαντικών στόχων που έχουμε θέσει.

Όταν εξετάζουμε το πεδίο της άμυνας ειδικότερα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όλοι αναγνωρίζουμε ότι θέλουμε να κάνουμε περισσότερα για την άμυνα, αλλά γνωρίζουμε τους πολύ πραγματικούς περιορισμούς των εθνικών μας προϋπολογισμών.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει συστηματικά υπερβεί τον στόχο του 2% για αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε αντίθεση με άλλες χώρες που επί δεκαετίες εκμεταλλεύτηκαν το μέρισμα της ειρήνης και διοχέτευσαν αυτές τις πρόσθετες δαπάνες προς άλλες κατευθύνσεις. Εμείς δεν είχαμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό.

Ωστόσο, αν θέλουμε πραγματικά να ασχοληθούμε σοβαρά με την άμυνα, πρέπει επίσης να προσδιορίσουμε ευρωπαϊκά έργα, με ευρωπαϊκή τεχνολογία, που εξυπηρετούν κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρότεινα, μαζί με τον Πρωθυπουργό Tusk, την ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ασπίδας για την αεράμυνα η οποία, ναι, θα χρηματοδοτείται από κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό.

Μερικές φορές ακούω τους σκεπτικιστές να λένε: “αυτό δεν εμπίπτει ακριβώς στο πεδίο εφαρμογής των συνθηκών”. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αυτό ακριβώς κάνουμε με την Ουκρανία: χρησιμοποιούμε ευρωπαϊκά χρήματα για να αγοράσουμε όπλα για την Ουκρανία. Όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος.

Πρέπει όμως να διασφαλίσουμε ότι ό,τι κάνουμε στον τομέα της άμυνας θα στηρίζει και την αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη. Είναι περίεργο ότι αυξάνουμε τις αμυντικές μας δαπάνες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών δεν πηγαίνει απαραίτητα στην Ευρώπη, κατευθύνεται στις ΗΠΑ.

Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και στην περίπτωση των κεφαλαιαγορών μας. Στο σκέλος των ιδιωτικών κεφαλαίων έχουμε αυτές τις τεράστιες δεξαμενές ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων, που στην πραγματικότητα κατευθύνονται στις ΗΠΑ, μόνο και μόνο για να επανεπενδυθούν ενδεχομένως στην Ευρώπη, με αμερικανικό περίβλημα. Βγάζει αυτό νόημα; Μάλλον όχι.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η όλη συζήτηση γύρω από την Ένωση Κεφαλαιαγορών, την οποία επίσης υπογράμμισε ο Enrico στην έκθεσή του, είναι τόσο ουσιαστική και τόσο σημαντική.

Η ιδέα του κατά πόσον θα έχουμε, για να το θέσω πολύ απλά, ένα δεύτερο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) μετά το 2026. Τι θα σήμαινε αυτό; Πώς αυτό θα συνδεόταν με τα διαρθρωτικά ταμεία και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που αποτελούν πυλώνες του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού; Αυτά είναι σημαντικά θέματα που πρέπει να συζητηθούν.

Το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο δεν απέχει πολύ. Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση τώρα. Αλλά μου φαίνεται ότι η άμυνα ειδικότερα είναι ένας τομέας στον οποίο μπορούμε να εισαγάγουμε μια νέα δυναμική για τη δημιουργία ευρωπαϊκών λύσεων που, θα το επαναλάβω, θα καλύπτουν ευρωπαϊκές ανάγκες ασφάλειας και θα αναπτύσσουν επίσης την ευρωπαϊκή τεχνολογία. Έχουμε την τεχνολογία στην Ευρώπη για να κάνουμε αυτό που περιγράφω. Είναι διασκορπισμένη μεταξύ πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Ασφαλώς, επειδή θα λάβουμε μέρος στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ σε 10 ημέρες, θα υποστήριζα ότι αυτό είναι απολύτως συμπληρωματικό με το ΝΑΤΟ και μπορεί επίσης να ενσωματωθεί πλήρως στις δομές του ΝΑΤΟ, επειδή οι Αμερικανοί φίλοι ζητούν συστηματικά από εμάς τους Ευρωπαίους: “ξοδεύετε περισσότερα, κάντε περισσότερα για τη συλλογική σας ασφάλεια”. Δεν το βλέπω αυτό ως μια πρωτοβουλία ανταγωνιστική ως προς το ΝΑΤΟ. Είμαι βέβαιος ότι οι στρατηγοί του ΝΑΤΟ θα ήταν πολύ ευχαριστημένοι αν είχαμε πιο ολοκληρωμένα συστήματα αεράμυνας να προστατεύουν τους ευρωπαϊκούς αιθέρες».

Για τις σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

«Καταρχάς, όσο κι αν με πιέσετε, δεν θα κάνω κανένα σχόλιο για τις αμερικανικές εκλογές για λόγους που είμαι σίγουρος ότι κατανοείτε πλήρως. Έχω συνεργαστεί τόσο με τον Πρόεδρο Trump όσο και με τον Πρόεδρο Biden.

Ωστόσο, πρέπει να επισημάνω ότι όταν πρόκειται για μεγάλες αποφάσεις που ελήφθησαν από τις ΗΠΑ, από την τρέχουσα κυβέρνηση, ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις ελήφθησαν σαφώς μέσα από την οπτική γωνία “πρώτα η Αμερική”. Όταν ψηφίστηκε ο νόμος Inflation Reduction Act (IRA), ο οποίος είναι ουσιαστικά μια προστατευτική νομοθεσία, δεν έλεγα ότι μας συμβουλεύτηκαν εκτενώς.

Αυτό που βλέπουμε σήμερα, όχι μόνο λόγω του IRA, αλλά και για άλλους λόγους που ανέφερε ο Enrico, είναι ότι όταν ρωτάτε τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, όχι τις αμερικανικές, αν επιλέγουν να επενδύσουν στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, απαντούν εμπράκτως και δεν επιλέγουν την Ευρώπη. Αυτό από μόνο του είναι μια ένδειξη ότι έχουμε πράγματι ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν περιμένω ότι αυτή η προσέγγιση θα αλλάξει δραστικά.

Το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, ειδικά όταν πρόκειται, για παράδειγμα, για την πράσινη μετάβαση. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι έχουμε θέσει τους πιο φιλόδοξους στόχους όσον αφορά στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αλλά όταν βλέπεις την τεχνολογία πίσω από την επίτευξη αυτών των στόχων, δεν μου φαίνεται να είναι ευρωπαϊκή τεχνολογία.

Και έχουμε πράγματι χάσει το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή ακόμη και τα αυτοκίνητα. Ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ευρώπη αγωνίζεται σήμερα να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.

Πρόκειται για κινεζικό ανταγωνισμό, έντονα επιδοτούμενο κινεζικό ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε και αμερικανικές εταιρείες οι οποίες ξεπεράσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες χωρίς κρατικές επιδοτήσεις. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας σχετικά με αυτό που ακριβώς συμβαίνει.

Από τη μία πλευρά, έχουμε ένα προστατευτικό σύστημα καπιταλισμού που υποστηρίζεται από το κράτος. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια πολύ δυναμική ελεύθερη οικονομία, η οποία επίσης επιλέγει να χρησιμοποιήσει πρόσθετα κίνητρα δημόσιου χρήματος, επειδή μπορεί να αντέξει να έχει ένα τεράστιο έλλειμμα -είναι η χώρα που μπορεί πραγματικά να το αντέξει και οι αγορές θα συνεχίσουν να τη χρηματοδοτούν. Εμείς πάλι φαίνεται να έχουμε βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσά τους. Αυτή, για μένα, είναι η μεγάλη στρατηγική πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε στον επόμενο εκλογικό κύκλο.

Και, επιστρέφοντας στο ερώτημα για την άμυνα, είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να προστατέψουμε την ήπειρό μας, αλλά αναπτύσσοντας και τη βιομηχανία μας.

Μια τελευταία επισήμανση, επειδή πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικά όσα είπατε για τους αγρότες. Αυτό μας φέρνει στο πρώτο σημείο που θέσατε: αστικά κέντρα και ύπαιθρος. Στο τέλος της ημέρας, σε μια εποχή που η επισιτιστική ασφάλεια είναι καίριας σημασίας, έχουμε τον αγροτικό τομέα. Από αυτόν προερχεται περίπου το 10% των εκπομπών συνολικά, αν δεν κάνω λάθος. Είναι όμως κρίσιμος υπό την έννοια να μπορείς να παραμείνεις εκεί όπου εργάζεσαι, επειδή η γεωργία από τη φύση της δεν γίνεται στις μεγάλες πόλεις.

Την ίδια στιγμή, επιβάλλουμε στους αγρότες μας μια ταχύτητα προσαρμογής χωρίς να τους δίνουμε τα εργαλεία για να προσαρμοστούν και στον ανταγωνισμό από χώρες που δεν αντιμετωπίζουν το ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό δεν έχει πολύ νόημα. Υπάρχουν άλλοι τομείς στους οποίους θα μπορούσαμε να κινηθούμε πολύ ταχύτερα όσον αφορά στη μείωση των εκπομπών μας. Αλλά και εκεί θα αναζητούσα την ανάπτυξη εγχώριας ευρωπαϊκής τεχνολογίας.

Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα: πυρηνική ενέργεια. Η Ευρώπη ήταν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη στην πυρηνική τεχνολογία. Η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνική ενέργεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών χωρίς την πυρηνική ενέργεια. Επενδύουμε, λοιπόν, ως Ευρωπαίοι, στην επόμενη γενιά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων; Έχουμε πραγματικά κάνει τις σωστές επιλογές για την πράσινη μετάβαση, τουλάχιστον προσδιορίζοντας τρεις ή τέσσερις κρίσιμες βιομηχανίες;

Επενδύουμε στις διασυνδέσεις μας στον βαθμό που θα έπρεπε; Όταν φυσάει στη Βόρεια Θάλασσα, μπορεί να έχει ήλιο στην Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αν δεν έχεις ένα πολύ εξελιγμένο δίκτυο διασυνδέσεων. Πιστεύω ότι πρέπει τουλάχιστον να θέσουμε σωστά τις προτεραιότητές μας και να προσπαθήσουμε να γίνουμε πραγματικοί πρωταθλητές όπου μπορούμε. Ίσως αναγνωρίζοντας ότι πιθανώς ποτέ να μην γίνουμε εξίσου ανταγωνιστικοί με την Κίνα όταν πρόκειται για την παραγωγή προϊόντων όπως τα φωτοβολταϊκά πάνελ».

Σχετικά με την προοπτική επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και τις σχέσεις ΕΕ – Ηνωμένου Βασιλείου μετά τις εκλογές της 4ης Ιουλίου:

Daniel Franklin: Όπως φαίνεται πιθανό, θα έχουμε μια νέα κυβέρνηση υπό τον Sir Keir Starmer στη Βρετανία. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προοπτικές για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Τα πράγματα μπορούν μόνο να γίνουν καλύτερα, έτσι δεν είναι; Καταρχάς, όμως, πριν αναφερθώ στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι πολλοί από εμάς αισθανθήκαμε λύπη και στενοχώρια όταν το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε την απόφαση να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το γεγονός ότι η σχέση δεν ήταν πάντα πολύ ομαλή.

Το πρώτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο συμμετείχα ήταν το τελευταίο στο οποίο συμμετείχε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου. Τότε ήταν που ο Boris μάς είπε “τα λέμε αργότερα”. Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη έκτοτε. Είναι, επίσης, ένα μάθημα για τις ψεύτικες υποσχέσεις των λαϊκιστών, και είναι γεγονός ότι τώρα, αν δείτε τις δημοσκοπήσεις, αν το δημοψήφισμα γινόταν σήμερα, θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Δεν προσδοκώ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα επανενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύντομα, αλλά -εφόσον οι δημοσκοπήσεις είναι σωστές- προσδοκώ ο επόμενος Πρωθυπουργός να συζητά πιο ενεργά με την Ευρώπη και να καταλήξει σε κάποια συμφωνία που θα οδηγήσει στην τουλάχιστον μερική επανένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην ευρωπαϊκή αγορά, με το τίμημα που αυτό, φυσικά, συνεπάγεται. Πιστεύω όμως ότι τα οφέλη και για τις δύο πλευρές θα είναι περισσότερο από σημαντικά.

Σίγουρα θα ήθελα να έρθω σε επαφή με τον νέο Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, αν εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, και να οικοδομήσουμε μια πιο εποικοδομητική σχέση. Αυτό θα μπορούσε να έχει, ασφαλώς, θετικές συνέπειες για αυτό που έχει υπάρξει, πιστεύω, μια επιδίωξη της Ελλάδας επί πολλά χρόνια. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί πρώτα ότι η Βρετανική Κυβέρνηση δεν θα σταθεί εμπόδιο σε μια πιθανή συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου. Και αν μπορεί να την ενθαρρύνει, τόσο το καλύτερο.