Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην εναρκτήρια εκδήλωση του 2ου Επιχειρηματικού Φόρουμ Κύπρου-Ελλάδας, στη Λευκωσία

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας, φίλε Νίκο, κυρία Πρόεδρε της Βουλής, αξιότιμοι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και στην Κύπρο, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι της Λευκωσίας,

Με πολύ μεγάλη χαρά συμμετέχω και εγώ στα εγκαίνια αυτού του 2ου ελληνο-κυπριακού Επιχειρηματικού Φόρουμ, που πραγματοποιείται παράλληλα με την πολύ σημαντική, όπως επισήμανε και ο φίλος Νίκος, 2η Διακυβερνητική Σύνοδο μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου.

Και επιτρέψτε μου κι εγώ να εκφράσω την ικανοποίησή μου γιατί, έστω και με κάποια καθυστέρηση, αγαπητέ μου Νίκο, θεσπίσαμε αυτόν τον πολύ σημαντικό θεσμό, ο οποίος επιτρέπει όχι σε εμάς -γιατί εμείς συναντιόμαστε πολύ τακτικά- αλλά κυρίως στα επιτελεία μας, στους Υπουργούς μας, στους συνεργάτες μας να αναπτύξουν ένα πλαίσιο τακτικής συνεργασίας, το οποίο μέσα σε έναν χρόνο έχει οδηγήσει σε σημαντικά μετρήσιμα αποτελέσματα, επ’ ωφελεία και της Κύπρου και της Ελλάδος.

Διότι είναι αλήθεια ότι στις σχέσεις Ελλάδος και Κύπρου το ενδιαφέρον το μονοπωλούσαν πάντα -και ίσως δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς- τα εθνικά ζητήματα, οι μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετώπιζαν και οι δύο χώρες. Τώρα, όμως, έχουμε αναπτύξει ένα πλαίσιο συνεργασίας αντάξιο των αδελφικών σχέσεων που έχουν τα δύο κράτη.

Και η αναφορά που έκανε ο κ. Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ψηφιακή συνεργασία αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς η τεχνογνωσία την οποία αναπτύξαμε στην Ελλάδα, με πολύ εντυπωσιακά αποτελέσματα επ’ ωφελεία των Ελλήνων πολιτών και των ελληνικών επιχειρήσεων, μπορεί σχετικά εύκολα να μεταλαμπαδευτεί στην Κύπρο. Αντίστοιχα παραδείγματα τεχνογνωσίας έχουμε σε ζητήματα εφαρμοσμένης πολιτικής από την Κύπρο, τα οποία μπορούν να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Θα έχουμε την ευκαιρία λοιπόν, στην συνέχεια, να μιλήσουμε πιο αναλυτικά γι’ αυτά τα ζητήματα.

Αλλά επιτρέψτε μου σε αυτή την εκλεκτή ομήγυρη να τονίσω το προφανές: ότι το άριστο επίπεδο των ελληνο-κυπριακών σχέσεων αντικατοπτρίζεται και στο οικονομικό πεδίο. Εξάλλου, η Κύπρος αποτελεί διαχρονικά έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της Ελλάδος, όπως αντίστοιχα, βεβαίως, και η Ελλάδα για την Κύπρο.

Και επιτρέψτε μου να εκφράσω κι εγώ τον θαυμασμό μου για τις επιδόσεις της κυπριακής οικονομίας -αναφέρθηκε σε αυτές ο φίλος Νίκος-, είναι πραγματικά αξιοζήλευτες. Επιτρέψτε μου και μια ιστορική αναφορά: ίσως καταδεικνύουν το γεγονός ότι η Κύπρος, με μεγαλύτερη υπευθυνότητα και ίσως με μεγαλύτερη αίσθηση αυτοσυνείδησης από την Ελλάδα, αντιμετώπισε τη μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία χτύπησε και τις δύο χώρες στις αρχές της περασμένης δεκαετίας.

Εμείς, δυστυχώς, πειραματιστήκαμε με τον λαϊκισμό, χάσαμε τουλάχιστον πέντε χρόνια, πληρώσαμε ένα αχρείαστο τρίτο μνημόνιο και μόλις μετά το 2019 αρχίσαμε να υλοποιούμε μια πολιτική η οποία, σήμερα πια, μπορεί να δείχνει μετρήσιμα αποτελέσματα. Εσείς στην Κύπρο ξεκινήσατε νωρίτερα να αντιμετωπίζετε τις διαχρονικές σας αδυναμίες και νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι απολύτως ορατά ως προς τους μακροοικονομικούς δείκτες της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και βέβαια, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε με ικανοποίηση ότι τόσο το διμερές εμπόριο όσο και οι άμεσες επενδύσεις στα δύο κράτη καταγράφουν μια σταθερά ανοδική τάση. Τα περιθώρια, βέβαια, είναι ακόμα μεγαλύτερα και θα έλεγα ακόμα πιο ελπιδοφόρα.

Βέβαια, την ίδια στιγμή επιδιώκουμε να βαθύνουμε το αποτύπωμα και των δύο κρατών μας στο διεθνές περιβάλλον, με στόχο την συγκρότηση ενός δυνατού εθνικού επιχειρηματικού πόλου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, από τα Βαλκάνια ως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Υπάρχουν προφανείς συνέργειες μεταξύ των δύο οικονομιών μας με όχημα την γεωστρατηγική μας θέση, τα δίκτυα διασυνδέσεων τα οποία, όπως βλέπετε, γίνονται ολοένα και πιο σαφή προτεραιότητα για την Ευρώπη.

Και η θέση της Μεγαλονήσου στον παγκόσμιο χάρτη έχει αλλάξει, η οικονομία της συγκαταλέγεται ήδη μεταξύ εκείνων που αναπτύσσονται ταχύτερα στην ήπειρό μας και η παραδοσιακή της εξωστρέφεια αυξάνει ταχύτητες. Όλα συνηγορούν στην εκτίμηση ότι η επιχειρηματικότητα εδώ στο νησί θα είναι πολλαπλάσια του μεγέθους του.

Και βέβαια, σε έναν παράλληλο δρόμο και η Ελλάδα ανατάσσει τη δική της αρχιτεκτονική της οικονομίας της. Έχουμε και εμείς πλέον -ήταν ο κεντρικός στόχος τον οποίο είχαμε θέσει πριν από τις εκλογές του 2023- ανακτήσει την επενδυτική μας βαθμίδα. Και εμείς είμαστε πρωταγωνιστές στους ευρωπαϊκούς ρυθμούς ανάπτυξης. Έχουμε καταφέρει να μειώσουμε την ανεργία σε μονοψήφια ποσοστά. Και εμείς επιστρέψαμε στα ποσοστά ανεργίας που είχαμε να δούμε από το 2009. Καταγράφουμε τα τελευταία χρόνια, διαχρονικά, τη μεγαλύτερη μείωση του δημοσίου χρέους στον ΟΟΣΑ. Κερδίζουμε την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών.

Και βέβαια, όπως και για την Κύπρο, έτσι και για την Ελλάδα η δημοσιονομική υπευθυνότητα αποτελεί μία μη διαπραγματεύσιμη προτεραιότητα της οικονομικής μας πολιτικής. Είναι ακριβώς αυτή η δημοσιονομική υπευθυνότητα η οποία μπόρεσε και κατέστησε την Ελλάδα πάλι αξιόπιστη. Ήταν αυτή η δημοσιονομική υπευθυνότητα που μας επέτρεψε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις σε αριθμό-ρεκόρ και μέσα από αυτές τις επενδύσεις ταυτόχρονα να κινητοποιήσουμε και εγχώριες επενδύσεις, έτσι ώστε να πετυχαίνουμε το στόχο μας, που δεν είναι άλλος από τη μείωση του επενδυτικού κενού που μας χώριζε από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και βέβαια, το μήνυμα το οποίο θέλω να σας μεταφέρω είναι ότι θέλουμε τις κυπριακές επιχειρήσεις, θέλουμε τα κυπριακά κεφάλαια συμμέτοχα σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Διότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, ο ελληνικός δυναμισμός και η κυπριακή δημιουργικότητα να συναντηθούν σε συμπράξεις που θα αντιμετωπίσουν σημαντικές περιφερειακές αλλά -γιατί όχι;- παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις: στην ενέργεια, στη ναυτιλία, στον τουρισμό, στο μεταποιητικό εμπόριο, με αιχμή τα μοναδικά προϊόντα τα οποία οι χώρες μας μπορούν να προσφέρουν, αλλά τολμώ να πω και στην τεχνολογία, όπου η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες, αλλά μας θέτει αντιμέτωπους και με πολύ μεγάλες προκλήσεις τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Στην Ελλάδα, αγαπητέ Νίκο, ολοκληρώσαμε μόλις πριν από λίγες μέρες και μου κατατέθηκε και επίσημα η ελληνική στρατηγική για την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία προσδιορίζει με σαφήνεια τις προτεραιότητές που πρέπει να αναπτύξει η χώρα μας, προκειμένου να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τα τεράστια οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης.

Για να βελτιώσουμε, παραδείγματος χάρη, την παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα, για να δημιουργήσουμε ένα οικοσύστημα δυναμικών επιχειρήσεων που θα αναπτύσσουν εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης από την δική μας γειτονιά, από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά, ταυτόχρονα, και η οριοθέτηση ενός κανονιστικού ρυθμιστικού πλαισίου, που από τη μία θα δίνει κίνητρα και από την άλλη θα προστατεύσει τους πολίτες μας και ειδικά τους πιο ευάλωτους, τα παιδιά μας, τους εφήβους μας, από τις αρνητικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης.

Αυτές είναι μεγάλες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε, όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο στα πλαίσια της σύμπραξης Ελλάδας και Κύπρου. Είναι μεγάλες προκλήσεις της επόμενης πενταετίας και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι η Ελλάδα και η Κύπρος πια, με αυξημένη αξιοπιστία, μπορούμε να πρωταγωνιστούμε σε αυτές τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και να μη συζητάμε μόνο για τις δικές μας εθνικές προτεραιότητες. Αυτή είναι μία μεγάλη κατάκτηση την οποία έχουμε πετύχει, η οποία ενισχύει συνολικά το κύρος του Ελληνισμού.

Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια σε όσες και σε όσους εργάστηκαν και κόπιασαν για την υλοποίηση αυτού του φόρουμ και εύχομαι κατά τη διάρκεια των εργασιών του να υπάρξουν σημαντικά αποτελέσματα, που θα τονώσουν ακόμα περισσότερο την διμερή μας συνεργασία. Είμαι βέβαιος ότι και στο επόμενο φόρουμ, το οποίο θα γίνει πάλι με τη σειρά του στην Αθήνα, θα μπορούμε να βρεθούμε και πάλι και να καταγράψουμε την πολύ σημαντική πρόοδο την οποία θα έχουμε πετύχει, στα πλαίσια των διμερών οικονομικών μας σχέσεων.

Σας ευχαριστώ πολύ.