Δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη και το πέρας των εργασιών της 2ης Διακυβερνητικής Συνόδου Κύπρου – Ελλάδας

Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία και αμέσως μετά συμπροήδρευσαν στην ολομέλεια της 2ης Διακυβερνητικής Συνόδου Κύπρου – Ελλάδας. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου, ο Πρωθυπουργός ανέφερε, στις δηλώσεις του:

«Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ μου Νίκο, κυρίες και κύριοι,

Νιώθω ιδιαίτερη χαρά κάθε φορά που επισκέπτομαι την Κύπρο. Ευχαριστούμε εκ μέρους της πολυπληθούς κυβερνητικής αντιπροσωπείας για την πολύ θερμή φιλοξενία.

Το ξέρετε καλά ότι οι συναντήσεις μας είναι πολύ συχνές, καθώς οι δύο χώρες ευθυγραμμίζουν τις εθνικές τους επιδιώξεις και ακολουθούν έναν κοινό βηματισμό στο δρόμο της ειρήνης, της ανάπτυξης, της ευημερίας.

Ωστόσο, αυτή η 2η Διακυβερνητική Σύνοδος Ελλάδας – Κύπρου επιτρέψτε μου να πω ότι είναι ένα ξεχωριστό γεγονός. Με τον φίλο Νίκο είχαμε ήδη θέσει ως στόχο, από τις πρώτες μας συναντήσεις μετά την εκλογή του, να ενισχύσουμε θεσμικά αυτή τη στενή σχέση μεταξύ της Ελλάδος και της Κύπρου, να της προσδώσουμε έναν θεσμικό χαρακτήρα με την πραγματοποίηση αυτών των τακτικών Διακυβερνητικών Συνόδων και επιτρέψτε μου να πω ότι αυτές είναι συζητήσεις ουσίας και όχι επικοινωνίας. Να ευχαριστήσω όλους όσοι εργάστηκαν για την προετοιμασία τους.

Δεν θέλω να επαναλάβω όλα όσα είπε ο Νίκος. Επιτρέψτε μου να στρέψω την προσοχή μου σε κάποιους τομείς, τους οποίους αξιολογώ ως ιδιαίτερα σημαντικούς.

Στον τομέα της παιδείας, η συμφωνία για την αμοιβαία αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών και, βέβαια, να επαναλάβω για ακόμα μία φορά ότι το μεγάλο άνοιγμα το οποίο κάνει η Ελλάδα ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, με την δυνατότητα προσέλκυσης παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων είναι μία πρωτοβουλία που σίγουρα εκτιμώ ότι θα βρει ενδιαφέρον και από κυπριακά ιδρύματα.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας. Αναφέρθηκες στη δυνατότητά μας να μπορούμε να κάνουμε κοινές αγορές φαρμάκων, ειδικά ακριβών φαρμάκων τα οποία θα επιβαρύνουν πολύ πια τους προϋπολογισμούς υγείας μας. Αλλά θέλω να κάνω μία ξεχωριστή μνεία στις συμπράξεις που κάνουμε για τις μεταμοσχεύσεις οργάνων, μία πρωτοβουλία που είναι ένας φάρος ελπίδας για εκατοντάδες ασθενείς και τους συγγενείς τους, και εδώ και στην Ελλάδα.

Θέλω να αναφέρω ξεχωριστά την πολύ καλή συνεργασία μας στον τομέα της πολιτικής προστασίας, τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο καθώς οι χώρες μας έχουν αντιμετωπίσει κλιματικές κρίσεις, έκτακτες καταστάσεις, όπου χρειάστηκε μία αμοιβαία συνδρομή, αλλά είναι μία συνεργασία η οποία επεκτείνεται και στην διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής στα ζητήματα της προσαρμογής απέναντι στην κλιματική κρίση.

Τέλος, να σταθώ ιδιαίτερα σε δύο ακόμα τομείς: στην ψηφιακή διακυβέρνηση, όπου έχουμε θέσει στη διάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας την όποια τεχνογνωσία έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε σε ζητήματα τα οποία αφορούν τις ψηφιακές συναλλαγές και σχέσεις του πολίτη, των επιχειρήσεων με το κράτος, το ελληνικό, το κυπριακό. Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί κάποιες από αυτές τις πρωτοβουλίες τις έχετε ήδη υιοθετήσει και πιστεύω ότι θα δείτε στην Κύπρο άμεσα αποτελέσματα και πολύ θετική αποδοχή.

Και βέβαια, στα ζητήματα της ενέργειας, το στρατηγικό έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος – Κύπρου. Είναι ένα έργο στρατηγικής σημασίας το οποίο θα άρει την ενεργειακή απομόνωση της Μεγαλονήσου κι ένα έργο το οποίο, όπως ξέρετε, απολαμβάνει και ισχυρής ευρωπαϊκής στήριξης.

Και βέβαια, στα ζητήματα του περιβάλλοντος, κοινές δράσεις για αντιμετώπιση θεμάτων όπως η λειψυδρία. Διαθέτετε μία εξαιρετική εμπειρία στους τομείς αυτούς.

Αυτές είναι, μόνο ενδεικτικά, κάποιες από τις προτεραιότητες στις οποίες αναφερθήκαμε στην διάρκεια αυτής της πολύ παραγωγικής συνάντησης την οποία είχαμε.

Βέβαια, κάθε φορά που συναντιόμαστε, συναντούμε και τις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις, οι οποίες αφορούν πρωτίστως την ευρύτερη περιοχή μας. Η Ελλάδα και η Κύπρος, θα έλεγα, γίνονται ολοένα και περισσότερο πυλώνες ασφάλειας και σταθερότητας αλλά αποκτούν και ισχυρότερη φωνή σε αυτή την ταραγμένη Ανατολική Μεσόγειο.

Θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου, την ικανοποίησή μας, για το γεγονός ότι φαίνεται να έχει επιτευχθεί μια εκεχειρία, η οποία αφορά τις εχθροπραξίες στον νότιο Λίβανο. Ελλάδα και Κύπρος, Κύπρος και Ελλάδα αγωνίστηκαν και αγωνίζονται πάντα ώστε η κρίση η οποία ξέσπασε πριν από έναν χρόνο να μην πάρει τα χαρακτηριστικά μιας περιφερειακής ανάφλεξης. Νομίζω ότι αυτή η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα θετική και εύχομαι και ελπίζω πολύ σύντομα να έχουμε μια αντίστοιχη εκεχειρία και στη Λωρίδα της Γάζας.

Βέβαια, συζητήσαμε προφανώς και τις εξελίξεις ως προς το Κυπριακό ζήτημα. Υπάρχει μια ευνοϊκή δυναμική για την επανέναρξη των συνομιλιών ύστερα από μια μακρά περίοδο ακινησίας. Χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες Λευκωσίας και Αθήνας, έχουμε κάποιες ενδείξεις προόδου.

Σταθερή επιδίωξή μας μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, πάντα με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Να θυμίσω βέβαια ότι και η Ελλάδα θα είναι μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη διετία 2025-2026. Είναι μια ακόμα ευκαιρία να έρθουν στο διεθνές προσκήνιο τα εθνικά δίκαια της διαιρεμένης, ευρωπαϊκής Κύπρου.

Στο πλαίσιο αυτό, επιβεβαιώσαμε σήμερα με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη την απόλυτη ευθυγράμμιση των δύο κυβερνήσεων. Δεν θα δεχθούμε -είχα την ευκαιρία να το πω και όταν βρέθηκα εδώ φέτος το καλοκαίρι-, δεν μπορούμε να δεχτούμε νομιμοποίηση των τετελεσμένων, ούτε φυσικά την διαιώνιση ενός δράματος το οποίο διαρκεί πια 50 χρόνια.

Κοινή είναι και η οπτική με την οποία προσεγγίζουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θεωρούμε ότι το ήπιο κλίμα που τις διαπνέει, με τον τρόπο του μπορεί να ευνοήσει και την επανεκκίνηση των συνομιλιών για το Κυπριακό. Γνωρίζουμε ασφαλώς και δεν έχουμε αυταπάτες ότι αυτή η βελτίωση του κλίματος δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη μεταβολή των θέσεων της Τουρκίας. Όμως, ακλόνητοι παραμένουμε και εμείς με τη σειρά μας σε θέματα κυριαρχίας, σε θέματα τήρησης του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας.

Όποιος, όμως, είναι ισχυρός και διαθέτει επιχειρήματα, κυρίες και κύριοι, αγαπητέ μου Νίκο, δεν πρέπει να διστάζει να τα καταθέσει σε έναν ειλικρινή διάλογο. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζουμε με αυτοπεποίθηση τα ήρεμα νερά στα ελληνοτουρκικά, στην προοπτική αυτή να ανοίξουν και ήρεμοι ορίζοντες για την ευρύτερη περιοχή. Ήδη, άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι ευρωπαϊκές σχέσεις της Άγκυρας εξετάζονται πλέον μέσα από το πρίσμα των σχέσεών της με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Όσον αφορά τις ευρω-τουρκικές σχέσεις, έχουμε πετύχει πια, με κοινή προσπάθεια, να έχουμε δεσμευτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που διαμορφώνουν ουσιαστικά ένα αυστηρό πλαίσιο κριτηρίων και αιρεσιμοτήτων, που η Άγκυρα οφείλει να εκπληρώσει. Μεταξύ αυτών των κριτηρίων είναι και η αλλαγή της στάσης της στο Κυπριακό.

Συμπερασματικά, θα έλεγα αγαπητέ μου Νίκο ότι η σημερινή Διακυβερνητική Σύνοδος ήταν πολύ χρήσιμη και παραγωγική. Υπηρέτησε απόλυτα τον ρόλο της ως το επιτελικό κέντρο των συντονισμένων δράσεων της Ελλάδος και της Κύπρου, κάτι το οποίο οφείλεται, όπως είπα, στη μεθοδική εργασία όλων των Υπουργών, όλων των επιτελείων που μετείχαν στις εργασίες της και βέβαια στην άψογη διοργάνωση.

Να συγχαρώ και πάλι τη φιλόξενη Κύπρο και αναμένουμε την 3η Διακυβερνητική, η οποία, με το καλό, θα γίνει του χρόνου και πάλι στην Ελλάδα».